Στο Πίτσμπουργκ (Pittsburgh) της Πενσιλβάνια μια ομάδα πολιτών με την ονομασία “No war crimes on our dime” υποστηριζόμενη και από τους Δημοκρατικούς Σοσιαλιστές, ανέλαβε πρωτοβουλία για προκήρυξη δημοψηφίσματος που θα απαγόρευε στην πόλη τις οικονομικές συναλλαγές με οντότητες που έχουν δεσμούς με το Ισραήλ.
Συγκεκριμένα το ερώτημα στο οποίο θα έπρεπε να τοποθετηθούν οι ψηφοφόροι στις εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου, ήταν το εξής:
“Να τροποποιηθεί και συμπληρωθεί ο Χάρτης Εσωτερικού Κανονισμού του Πίτσμπουργκ με νέο άρθρο που θα απαγορεύει τις επενδύσεις ή τη διάθεση δημόσιων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών απαλλαγών, σε οντότητες που ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες με ή στο κράτος του Ισραήλ, εκτός εάν και έως ότου το Ισραήλ τερματίσει τη στρατιωτική του δράση στη Γάζα, επιτρέψει να φτάσει στον λαό της Γάζας η ανθρωπιστική βοήθεια και παραχωρήσει ίσα δικαιώματα σε κάθε άτομο που ζει στα εδάφη υπό τον έλεγχο του Ισραήλ;”
Είναι η πρώτη φορά που το θέμα επιχειρήθηκε να τεθεί απευθείας ενώπιον των ψηφοφόρων. Οι διοργανωτές υποστηρίζουν πως η κυβέρνησή εδώ και μήνες κωφεύει απέναντι στην πλειοψηφία των Αμερικανών που απαιτεί κατάπαυση του πυρός, γι’ αυτό και κάνουν χρήση του θεσμού του δημοψηφίσματος προκειμένου το θέμα να τεθεί σε απευθείας ψηφοφορία. Οι απαιτούμενες υπογραφές συγκεντρώθηκαν και κατατέθηκαν εγκαίρως (ως τις 4 Αυγούστου).
Η πρωτοβουλία συνάντησε από την αρχή έντονες αντιδράσεις κυρίως από ομάδες εβραϊκών συμφερόντων. Το δημοψήφισμα, επίσης, επικρίθηκε ως “αντισημιτικό” από τους δυο γερουσιαστές της Πενσιλβάνια, κάτι που οι διοργανωτές αρνήθηκαν αφού επικαλούνται πως πολλοί από αυτούς είναι οι ίδιοι Εβραίοι.
Η τοπική Ισραηλινή Ομοσπονδία κατέθεσε αγωγή νομικής αμφισβήτησης υποστηρίζοντας πως δεν είχε συγκεντρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός υπογραφών και ότι παραβιάζεται υφιστάμενος νόμος που απαγορεύει κρατικές συμβάσεις με εταιρείες που μποϊκοτάρουν το Ισραήλ. Η Ισραηλινή ομοσπονδία είχε τη βοήθεια 150 εθελοντών – ακτιβιστών που έλεγξαν ως προς την εγκυρότητα, τις πάνω από 15.000 συγκεντρωμένες υπογραφές μέσα σε λίγες μέρες, εντοπίζοντας και αποκαλύπτοντας μάλιστα το προσωπικό της τοπικής κυβέρνησης που είχε υπογράψει. Μια εξ αυτών, η Maria Montano, επικεφαλής επικοινωνίας του Δημάρχου παραιτήθηκε υπό το βάρος της αποκάλυψης.
Οι διοργανωτές αντέτειναν ότι το δημοψήφισμα «δεν απαιτεί μποϊκοτάζ άνευ όρων και πως οι απαιτήσεις για τον τερματισμό του πολέμου στη Γάζα και την αναμόρφωση της μεταχείρισης των Παλαιστινίων από το Ισραήλ είναι απλοί όροι που η ισραηλινή κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει να εκπληρώσει».
Αγωγή κατατέθηκε και από την Ελεγκτή της πόλης Rachel Heisler που ισχυρίστηκε πως αν περνούσε το δημοψήφισμα θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα σε βασικές κρατικές λειτουργίες καθώς η πόλη είχε συνάψει συμβάσεις για την εκτέλεση σημαντικών υπηρεσιών με εταιρείες που συναλλάσσονται με το Ισραήλ.
Στις 19 Αυγούστου, κατόπιν όλων αυτών των αντιδράσεων, οι διοργανωτές ανακοίνωσαν πως αποσύρουν την πρότασή τους προτού κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.
«Δεν έχουμε τους ίδιους πόρους με τους αντιπάλους μας για να παλέψουμε για αυτό στο δικαστήριο, οπότε, δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, η καταστολή της ψηφοφορίας ήταν επιτυχής», παραδέχτηκε ο διοργανωτής της εκστρατείας Ben Case, ενώ δήλωσε πως δεν θα εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους:
«Θα χρησιμοποιήσουμε κάθε δρόμο που έχουμε στη διάθεσή μας για να αγωνιστούμε για την ειρήνη, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, από το Πίτσμπουργκ μέχρι την Παλαιστίνη».
Οι πρωτοβουλίες διεξαγωγής δημοψηφισμάτων δεν ευοδώνονται πάντα φτάνοντας στην κάλπη. Παρόλα αυτά κινητοποιούν τα πολιτικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και προάγουν την πολιτική ζύμωση. Δεν είναι καθόλου απίθανο μάλιστα, προϊόντος του χρόνου, μια απόρριψη να μετατραπεί σε έγκριση (αλλά και το αντίθετο) καθώς η δημόσια συζήτηση επιφέρει αλλαγές που μπορούν να οδηγήσουν σε μια διαφορετική πολιτική στάση.
Πηγές: