Connect with us

Αναζήτηση Δημοκρατίας!

Νομικό Σύστημα

Έρευνα – Δικαιοσύνη : Η αόρατη πίεση της ιεραρχίας

Η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης δεν επιβάλλεται μόνο από εξωτερικές παρεμβάσεις, αλλά υποβάλλεται και από τους εσωτερικούς μηχανισμούς που παράγουν σιωπή, ανοχή και συμμόρφωση. Ένας πρωτοδίκης ή ένας εφέτης που διαφωνεί με επιλογές της ανώτερης βαθμίδας –είτε πρόκειται για τη διανομή των υποθέσεων, είτε για κρίσιμες αξιολογήσεις κλπ – δύσκολα εκφράζει την αντίρρησή του όταν η εξέλιξη και η πειθαρχική του τύχη εξαρτάται από τα ίδια πρόσωπα που ασκούν την κρίση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η ιεραρχία αντί να εξυπηρετεί τη λογοδοσία, καταλήγει συχνά σε εργαλείο πίεσης και η αυτολογοκρισία αναδεικνύεται ως αμυντικός μηχανισμός για τους κατώτερους δικαστές.

Το πρόβλημα δεν περιορίζεται σε μεμονωμένες αυθαιρεσίες αλλά αγγίζει την ίδια τη δομή του συστήματος. Στις περιπτώσεις που η δικαστική ανεξαρτησία εξαρτάται από την καλή πίστη των προσώπων που ασκούν εξουσία –και όχι από σταθερές θεσμικές εγγυήσεις– τότε τίθεται υπό αμφισβήτηση.

———————————————————————————————————————————–

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η δικαστική ανεξαρτησία στην Ελλάδα απειλείται όχι μόνο από εξωτερικές παρεμβάσεις αλλά και από εσωτερικούς μηχανισμούς. Η ιεραρχία εντός του δικαστικού σώματος αντί να εγγυάται τη λογοδοσία, συχνά υπονομεύει την εσωτερική ανεξαρτησία και λειτουργεί ως εργαλείο πίεσης και αυτολογοκρισίας στους κατώτερους δικαστές, γεγονός που καταγγέλλεται και από ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η διαδικασία αξιολόγησης των δικαστών, ενώ υποτίθεται πως διασφαλίζει την ποιότητα του έργου τους, ενίοτε γίνεται μέσο ελέγχου μέσω της συγκεντρωτικής εξουσίας που έχουν οι επιθεωρητές και οι προϊστάμενοι. Η αξιολόγηση βασίζεται σε ποσοτικά και συχνά υποκειμενικά κριτήρια, ενισχύοντας την εξάρτηση του δικαστή από την ανώτερη βαθμίδα. Η έλλειψη αντικειμενικών μηχανισμών και συμμετοχικών διαδικασιών, όπως η αξιολόγηση 360°, περιορίζει τη λογοδοσία και διευκολύνει τη χειραγώγηση των δικαστών. Οι ευρωπαϊκές πρακτικές υποδεικνύουν συλλογικές επιτροπές και εμπλοκή των χρηστών της δικαιοσύνης ως αντίβαρο στην αυθαιρεσία.

Η κατανομή και χρέωση των υποθέσεων στους δικαστές αναδεικνύεται ως κρίσιμο εργαλείο αθέμιτης επιρροής. Αν και ο νόμος προβλέπει συλλογικότητα και αντικειμενικά κριτήρια, η εφαρμογή τους δεν εξασφαλίζεται. Η εξουσία των διευθυνόντων να καθορίζουν τη σοβαρότητα και την ανάθεση υποθέσεων οδηγεί σε πιθανές ευνοϊκές ή δυσμενείς μεταχειρίσεις με πολιτικές ή διοικητικές προεκτάσεις. Η απουσία μηχανογραφημένου, διαφανούς και αντικειμενικού συστήματος καθιστά τη διαδικασία επιρρεπή σε υποκειμενικότητα και απειλεί την ουσία της δικαστικής ανεξαρτησίας.

————————————————————————————————————————————-

Η ιεραρχία έχει πολλά πλοκάμια και δεν μπορούν να αναδειχθούν όλα μέσα σε ένα άρθρο. Θα εξετάσουμε ενδεικτικά κάποιες περιπτώσεις που η ιεραρχία -ακόμα και σε κατώτερες δικαστικές βαθμίδες- δύναται να μετατραπεί σε μοχλό αθέμιτης επιρροής, απειλώντας τη θεμελιώδη αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας από μέσα.

Οι συστάσεις των εποπτικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας :

  • Η ιεραρχική δικαστική οργάνωση δεν πρέπει να υπονομεύει την ατομική ανεξαρτησίαΣυσταση CM/Rec(2010)12 του Συμβουλίου της Ευρώπης (Κεφάλαιο III − Εσωτερική ανεξαρτησία- παρ.22)
  • Οποιαδήποτε εποπτεία του έργου των δικαστών ενέχει κίνδυνο για την εσωτερική τους ανεξαρτησία (π.χ όταν δικαστές με διοικητικές εξουσίες μπορούν να ασκήσουν άμεσες ή λανθάνουσες πιέσεις με αποτέλεσμα την υποταγή των δικαστών σε ανώτερους δικαστές ή, τουλάχιστον, να κάνουν τους μεμονωμένους δικαστές να διστάζουν να αντικρούσουν τις επιθυμίες των ανώτερων δικαστών)Ευρωπαϊκά Πρότυπα Δικαστικής Ανεξαρτησίας (ELI) (standard 1)

Α. Η Ιεραρχική Πίεση στους Δικαστές μέσω της Διαδικασίας Αξιολόγησης

Η αξιολόγηση των δικαστών αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο για τη διασφάλιση της ποιότητας και της αποδοτικότητας της δικαιοσύνης. Ωστόσο, όταν εφαρμόζεται μέσα σε ένα ιεραρχικά δομημένο δικαστικό σύστημα, ελλοχεύει ο κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί ως μέσο χειραγώγησης των αξιολογούμενων δικαστών, περιορίζοντας την ανεξαρτησία και την επαγγελματική τους ελευθερία.

Οι εξουσίες που θέτουν τους προέδρους σε ιεραρχικά ανώτερη θέση έναντι των συναδέλφων τους δικαστών θα πρέπει να επανεξεταστούν· ειδικότερα, οι εξουσίες στον πειθαρχικό τομέα (επιβολή επιπλήξεων και κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας) και οι εξουσίες επιθεώρησης θα πρέπει να αφαιρεθούν από τους προέδρους των δικαστηρίωνCompilation Of Venice Commission Opinions And Reports Concerning Judges (σελ. 53)

Η αξιολόγηση διενεργείται από μονοπρόσωπο όργανο, επιθεωρητή – ανώτατο δικαστικό – και βασίζεται κυρίως σε ποσοτικά στοιχεία (αριθμός διεκπεραιωμένων υποθέσεων, χρόνοι εκδίκασης κλπ) αλλά και σε έκθεση -γνώμη, τόσο του διευθύνοντος το δικαστήριο, όσο και του προέδρου του τμήματος στο οποίο υπάγεται ο δικαστής. Ο διευθύνων το δικαστήριο (συνήθως μονοπρόσωπο όργανο πλην δικαστηρίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πειραιά,) έχει την εξουσία να τοποθετήσει σε τμήμα, να μετακινήσει τον δικαστή όταν υφίστανται υπηρεσιακές ανάγκες ή να ξεκινήσει και πειθαρχική δίωξη εναντίον του, ενώ ο πρόεδρος κάθε τμήματος είναι αυτός που συχνά έχει τον τελικό λόγο στην αξιολόγηση της σοβαρότητας και χρέωση των υποθέσεων στους δικαστές. Ειδικά η διαδικασία χρέωσης των υποθέσεων (την οποία θα εξετάσουμε αναλυτικά παρακάτω) μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τα στατιστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της απόδοσης του δικαστή. Αν προσθέσουμε και την εντατικοποίηση που επιβάλλεται στον δικαστή για ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων (προβλέπεται μέχρι και πειθαρχική δίωξη αν δεν εκδώσει απόφαση εντός 8 μηνών) αντιλαμβανόμαστε ότι ο φόβος να χρησιμοποιηθεί η αξιολόγηση ως εργαλείο χειραγώγησης των αξιολογούμενων είναι δικαιολογημένος.

Σύμφωνα με τη σύσταση CM/Rec(2010)12 (chapter VI παρ.58) της Ε.Ε “Όταν οι δικαστικές αρχές θεσπίζουν συστήματα για την αξιολόγηση των δικαστών, τα συστήματα αυτά θα πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια

Παρά την προσπάθεια να ρυθμιστούν κάποια θέματα πρόσφατα μέσω του Ν.4938/22 (υποχρέωση επιμόρφωσης επιθεωρητών, τυποποίηση διαδικασίας μέσω κατάρτισης ενιαίου πλαισίου οδηγιών επιθεώρησης κ.α), τα κενά ασφαλείας παραμένουν και ενισχύονται λογω της επιλογής μονομελών οργάνων αξιολόγησης και της υποκειμενικότητας που αυτό συνεπάγεται. Άλλωστε τα προβληματα αυτά έχουν αναδειχθεί και απο τους ίδιους τους δικαστές οι οποίοι θεωρούν πως “τα κριτήρια αξιολόγησης δεν είναι σαφή και εξαρτώνται από τον αξιολογητή/επιθεωρητή, κάτι που επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι δικαστές αξιολογούνται χρησιμοποιώντας μια κλίμακα αξιολόγησης χωρίς να αιτιολογείται η απόφαση» και πιστεύουν ότι για να βελτιωθεί η διαδικασία αξιολόγησης “θα πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή στη διαδικασία και άλλων φορέων της δικαστικής εξουσίας καθώς και των χρηστών των δικαστηρίων”. (CEPEJ – Κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της ποιότητας του έργου των δικαστών – IV Παράρτημα ερωτήσεις 12 κ΄32 )

Δυστυχώς μόνο ένα μικρό ποσοστό ευρωπαϊκών χωρών ενσωματώνει την άποψη των χρηστών της δικαιοσύνης (πολιτών, δικηγόρων κλπ.) στην αξιολόγηση των δικαστών. Στην Ελλάδα η διαδικασία αξιολόγησης προβλέπει τη εξέταση της γνώμης του οικείου δικηγορικού συλλόγου (στην πράξη σπάνια υποβάλλονται συγκεκριμένες παρατηρήσεις για μεμονωμένους δικαστές) χωρίς να προβλέπεται καμία συμμετοχή στους πολίτες- χρήστες των υπηρεσιών του δικαστηρίου.

Ορισμένες χώρες (Γαλλία, Βέλγιο) εφαρμόζουν συμμετοχικές μεθόδους αξιολόγησης, όπως η αξιολόγηση 360°, που περιλαμβάνει πληροφορίες από συναδέλφους δικαστές, δικηγόρους, δικαστικούς υπαλλήλους και χρήστες των δικαστηρίων. Στη Γεωργία, στις επιτροπές αξιολόγησης συμμετέχουν και μη δικαστικά μέλη (εκπρόσωποι ακαδημαϊκής κοινότητας η της κοινωνίας των πολιτών), ενώ στο Αζερμπαϊτζάν κατά την αξιολόγηση μεμονωμένων δικαστών λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη των χρηστών μέσω ερευνών ικανοποίησης (ανώνυμα ερωτηματολόγια).

Η ανάθεση της αξιολόγησης των δικαστών σε συλλογικά όργανα και η πρόβλεψη για συμμετοχή και των χρηστών, έχει διττό όφελος, αφού ενισχύει τη λογοδοσία και αποδυναμώνει το ιεραρχικό στοιχείο.Ως εκ τούτου μια ενδεικτική πρόταση είναι ο ορισμός τριμελών επιτροπών επιθεώρησης (σε Α΄και Β΄βαθμό) που συγκροτούνται από δικαστή, εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου και πολίτη εκπρόσωπο των διαδίκων (εξαιρουμένων όσων συμμετείχαν σε δική του κρινόμενου δικαστή) που θα διεξάγει αξιολόγηση 360ο βασιζόμενη σε γνώμες προϊσταμένων, συναδέλφων και υφιστάμενων και θα εξετάζει, μεταξύ άλλων, και τα αποτελέσματα ερευνών ικανοποίησης των χρηστών του δικαστηρίου ως προς τον αξιολογούμενο (μέσω τυποποιημένων ανώνυμων ερωτηματολογίων).

Β. Η Ιεραρχική Πίεση μέσω της Κατανομής των Δικαστικών Υποθέσεων

Οι εξουσίες κατανομής υποθέσεων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση αδικαιολόγητης επιρροής στην δικαστική ανεξαρτησίαΕυρωπαϊκά Πρότυπα Δικαστικής Ανεξαρτησίας (ELI) (standard 1)

Ο κίνδυνος επιλεκτικής ανάθεσης «πολιτικά ευαίσθητων» υποθέσεων σε συγκεκριμένους δικαστές με στόχο τον έμμεσο επηρεασμό της έκβασης, καταγγέλλεται ρητά στην έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης (2010). Η Επιτροπή της Βενετίας, επισημαίνει πως οι πρόεδροι των δικαστηρίων ενδέχεται να λειτουργούν ως δίαυλοι άσκησης πιέσεων – θεσμικών ή και διεφθαρμένων – προς τα μέλη του δικαστικού σώματος.

Παρά την πρόσοψη μιας θεσμικής ισότητας, η εξουσία των προϊσταμένων διευθυνόντων και προέδρων των δικαστηρίων ως προς την κατανομή και ανάθεση υποθέσεων, παραμένει κρυμμένη σε λεπτομέρειες και παραλείψεις του νομικού πλαισίου και συνιστά μια υπαρκτή θεσμική απειλή.

Σύμφωνα με το άρθρο 19 του Ν. 4938/2022, ο τρόπος συγκρότησης των τμημάτων του δικαστηρίου, και ο τρόπος κατανομής και χρέωσης των υποθέσεων στους δικαστές, καθορίζεται από τον “Εσωτερικό Κανονισμό” κάθε δικαστηρίου, ο οποίος συντάσσεται από την Ολομέλεια. Θεωρητικά, οι κανονισμοί πρέπει να θέτουν ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια για ισομερή χρέωση με βάση τον αριθμό, τη σοβαρότητα και τη δυσκολία των υποθέσεων, μέσω ενός συστήματος κατάταξης από το 1 (εύκολη) έως το 5 (δύσκολη).

Μέχρι σήμερα, παρά την παρέλευση της προθεσμίας, μόνο κάποιες εισαγγελίες και διοικητικά δικαστήρια έχουν τροποποιήσει τον κανονισμό τους, ορίζοντας κριτήρια κατάταξης των υποθέσεων ως προς τη σοβαρότητά τους, ενώ τα πολιτικά δικαστήρια δεν το έχουν κάνει. Η καθυστέρηση και η μη προσαρμογή των κανονισμών στις διατάξεις του νόμου έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει η εν λόγω αρμοδιότητα στον διευθύνοντα το δικαστήριο (θέση που καταλαμβάνεται βάσει αρχαιότητας), ο οποίος, όπως προαναφέραμε, έχει εκ του νόμου και άλλες εξουσίες πάνω στον δικαστή (μετακίνηση, πειθαρχική δίωξη).

Η ανάθεση του καθορισμού του τρόπου χρέωσης των υποθέσεων σε ένα συλλογικό όργανο (Ολομέλεια), με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε δικαστηρίου, (η οποία ενσωματώθηκε στο νόμο κατόπιν Ευρωπαϊκής σύστασης) κρίνεται καταρχήν θετική και δείχνει να μπορεί να αποδυναμώσει τυχόν ιεραρχικές πιέσεις. Πέραν όμως των ζητημάτων που ενδεχομένως θα προκύψουν από τη δημιουργία μιας πανσπερμίας τρόπων ρύθμισης του θέματος (αφού η κάθε Ολομέλεια δύναται να το ρυθμίζει κατά το δοκούν), ο κίνδυνος ελλοχεύει κυρίως λόγω πλημμελούς ρύθμισης του ευαίσθητου θέματος της στάθμισης των υποθέσεων ως προς την σοβαρότητα/δυσχέρειά τους.

Αν ένας δικαστής χειρίζεται «ακανθώδεις» υποθέσεις με τρόπο που δεν συνάδει με τις προσδοκίες του συστήματος ή των πολιτικών του προϊσταμένων, ενδέχεται να «χρεωθεί» δυσανάλογα δύσκολες υποθέσεις, να μετακινηθεί σε πιο απαιτητικά τμήματα ή να απομονωθεί θεσμικά. Το αντίστροφο ισχύει επίσης: δικαστές που θεωρούνται «πρόθυμοι» απολαμβάνουν προνομιακή μεταχείριση.

Είναι προφανές ότι όσο λιγότερο αντικειμενικά και μετρήσιμα είναι τα κριτήρια τόσο αυξάνει η επιδραστικότητα της υποκειμενικής κρίσης του προϊσταμένου. Η ανησυχία αυτή δείχνει να έχει βάση, καθώς από τους νέους κανονισμούς προκύπτει μια αόριστη και γενικευμένη κατηγοριοποίηση των υποθέσεων με κριτήρια που ενίοτε βρίθουν υποκειμενικότητας. Έτσι ο πρόεδρος του δικαστηρίου καλείται να αξιολογήσει την βαρύτητα μιας υπόθεσης βασιζόμενος σε κριτήρια όπως π.χ το αν “εμφανίζουν έντονο πολιτικό -κοινωνικό ενδιαφέρον” ή “ιδιαίτερα περίπλοκο πραγματικό” ή “αν πρέπει να διεκπεραιωθούν παραχρήμα λόγω της φύσης της υπόθεσης κατά την κρίση του Δικαστηρίου

Σύμφωνα με τη σύσταση CM/Rec(2010)12 του Συμβουλίου της Ευρώπης (Κεφάλαιο III − Εσωτερική ανεξαρτησία- παρ.24) «Η κατανομή των υποθέσεων εντός ενός δικαστηρίου θα πρέπει να ακολουθεί αντικειμενικά προκαθορισμένα κριτήρια, προκειμένου να διασφαλίζεται το δικαίωμα σε έναν ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστή».

Η Έκθεση σχετικά με την ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος της Επιτροπής της Βενετίας (παρ.80-81) και το ENCJ (European Networks of Councils for the Judiciary) επισημαίνουν τη σημασία της αντικειμενικοποίησης της κατανομής και της χρέωσης των υποθέσεων. Προτείνουν ως λύση ένα διαφανές, μηχανογραφικό σύστημα κατανομής υποθέσεων με προκαθορισμένα αντικειμενικά κριτήρια, που θα αφήνει ελάχιστο περιθώριο προσωπικών παρεμβάσεων.

Η δημιουργία ενός κατά το δυνατόν αντικειμενικού συστήματος στάθμισης της πολυπλοκότητας των δικαστικών υποθέσεων δεν είναι απλοί υπόθεση και έχει απασχολήσει αρκετά την Ε.Ε. Ανάλογα συστήματα υπάρχουν και λειτουργούν σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Σε καθένα από αυτά καθορίζονται με σαφήνεια τουλάχιστον τα εξής βασικά :

  • Οι κατηγορίες/υποκατηγορίες των ειδών των υποθέσεων και επιπλέον τα είδη των εργασιών που εκτελούνται ανά υπόθεση, ώστε να κατανοηθεί εις βάθος η πολυπλοκότητα του δικαστικού έργου.
  • Η μέθοδος συλλογής ποσοτικών δεδομένων (αριθμός υποθέσεων/εργασιών, χρόνος απασχόλησης ανά υπόθεση/εργασία) η οποία πρέπει να βασίζεται σε δεδομένα που παρέχουν οι ίδιοι οι δικαστές (κυρίως μέσω αυτοκαταγραφής της ροής εργασίας τους σε πραγματικό χρόνο -μέθοδος Time-study)
  • Η ενιαία μονάδα «βάρους» ως βάση μέτρησης της πολυπλοκότητας κάθε υπόθεσης η οποία συνήθως συναρτάται με τον χρόνο (π.χ λεπτά ανά υπόθεση/εργασία)

Η μη τήρηση βασικών αρχών όπως οι παραπάνω φανερώνει την ανεπαρκή ρύθμιση της διαδικασίας στη χώρα μας και διευρύνει το πεδίο διακριτικής ευχέρειας του ιεραρχικά προϊστάμενου. Πέραν όμως της προσπάθειας αντικειμενικοποίησης του συστήματος στάθμισης των υποθέσεων, μια επιπλέον δικλείδα ασφαλείας είναι η μεταβίβαση της αποφασιστικής αρμοδιότητας από τον έναν στους πολλούς. Η μετάβαση από την υποκειμενικότητα στην “διυποκειμενικότητα” συνιστά τεκμήριο δημοκρατικότητας και εγγύηση μείωσης του σφάλματος (ή του δόλου). Πρέπει λοιπόν το όργανο που θα αποφασίζει πόσο «δύσκολη» είναι μια υπόθεση, να είναι συλλογικό και να υπόκειται σε έλεγχο. Έτσι μια πρόταση θα ήταν η αξιολόγηση των υποθέσεων και η κατάταξη τους σε κατηγορίες ως προς τη σοβαρότητα/ δυσχέρεια να γίνεται από το εκλεγμένο τριμελές Συμβούλιο Δ/νσης ή όπου δεν υπάρχει από εκλεγμένη τριμελή επιτροπή. Επίσης να προβλεφθεί η δυνατότητα εναντίωσής του δικαστή και προσφυγής στην Ολομέλεια όταν διαφωνεί με την κρίση του Προέδρου του Τμήματος περί αξιολόγησης και χρέωσης μιας υπόθεσης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η έρευνά για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ξεκίνησε με αφορμή την πρόσφατη έξαρση ενός γενικευμένου κλίματος αμφισβήτησης Έχοντας επίγνωση της πολυπλοκότητας του θέματός επιδίωξα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, να αναδείξω βασικές παθογένειες που υπονομεύουν το θεσμό.

Η οργάνωση της δικαιοσύνης δεν είναι ένα αυτόνομο πεδίο, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κρίκο της συνολικής πολιτικής δομής της κοινωνίας. Ακόμα και αν ήταν εφικτή η πλήρως ανεξάρτητη και αμερόληπτη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον μέσα σε ένα σαθρό πολιτικό σύστημα που νομοθετεί και αποφασίζει στο όνομα του λαού, ερήμην του.

Εν τέλει η διεκδίκηση για δικαιοσύνη είναι διεκδίκηση για δημοκρατία.

Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από τις παρακάτω πηγές:

ΜΕΡΟΣ Ι: Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ – Επιτροπή της Βενετίας 82η Ολομέλεια -Μάρτιος 2010

Κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της ποιότητας του έργου των δικαστών

Click to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

You May Also Like

Ελλάδα

Αναζητώντας απάντηση σε αυτό το ερώτημα ξεκινήσαμε μια έρευνα. Εξετάσαμε τις θεσμικές απειλές που υπονομεύουν την ανεξαρτησία του δικαστή και μελετήσαμε δικαστικά συστήματα άλλων...

Διεθνή

η υψηλή εμπιστοσύνη στη Δανία και την Αυστρία βασίζεται στον συνδυασμό θεσμικής ανεξαρτησίας, πολυσυλλεκτικών μηχανισμών διορισμού και αποτελεσματικών διαδικασιών που περιορίζουν την πολιτική παρέμβαση

Νομικό Σύστημα

Το άρθρο αυτό είναι μέρος μιας μελέτης που ερευνά το θέμα της λειτουργίας της δικαιοσύνης. Σκοπός της μελέτης είναι να εντοπίσει το έλλειμμα δικαιοσύνης...

Επικαιρότητα

Δεν υπάρχει κανένα άλλο κράτος στην ΕΕ, αλλά και γενικότερα στην πολιτισμένη Ευρώπη, που να εξασφαλίζει τόσο εκτεταμένη ασυλία, όσο εξασφαλίζει το ελληνικό Σύνταγμα...