Εισαγωγικό σχόλιο
Οι παρακάτω πληροφορίες προέρχονται κυρίως από τα 2 πρώτα βιβλία της βιβλιογραφίας και σε περιορισμένο βαθμό από το 3ο. Όλα είναι βιβλία του αείμνηστου εκπαιδευτικού, ιστοριοδίφη και λαογράφου της Τήνου Γ. Δώριζα (☦1988) και προέσρχονται από την 4τομη Ιστορία της Τήνου. Για πληροφορίες που αντλήθηκαν από άλλες πηγές η παραπομπή στην πηγή γίνεται στην αντίστοιχη υποσημείωση.
Η εικόνα που σχηματίζεται αδρά μέσα από τις πληροφορίες, συχνά αποσπασματικές και γενικές, είναι ότι υπάρχει ένα σχεδόν σταθερό μοτίβο αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων σε τοπικό επίπεδο (χωριό) με άλλοτε άλλη διεύρυνση του στο επόμενο επίπεδο (πόλη, νησί). Αναμφίβολα, κατά τη Βενετοκρατία με τις φεουδαρχικές αρχές διακυβέρνησης (με έντονα στοιχεία θρησκευτικού αποκλεισμού και καταπίεσης) που επιβλήθηκαν, εντοπίζεται ο χαμηλότερος βαθμός ελευθερίας για τους κατοίκους σε όλα τα επίπεδα διοίκησης στο νησί. Αξίζει να σταθούμε ωστόσο στη γρήγορη επανασύσταση μιας ελεύθερα αυτοδιοικούμενης Κοινότητας κατά τον ένα αιώνα Τουρκοκρατίας (εξαιτίας και των ευνοϊκών συνθηκών), παρά τις σοβαρές δυσλειτουργίες που διογκώθηκαν στο 2ο μισό της περιόδου, εξαιτίας και των περιορισμών στο εκλέγεσθαι όπως κληρονομήθηκαν από τη Βενετοκρατία. Η απελευθέρωση τμήματος των ελληνικών εδαφών τον 19ο αιώνα αναπτέρωσαν τις προσδοκίες για ένα σύστημα βασισμένο ακόμη πιο στέρεα στις κοινότητες των ελευθέρων Ελλήνων πολιτών αλλά δυστυχώς προσέκρουσαν στις απολυταρχικές αγκυλώσεις της Βαυαροκρατίας.
Αρχαιότητα
Η Τήνος κατά την αρχαιότητα ήταν ένα αρκετά πυκνοκατοικημένο νησί. Διοικητικά χωρίζονταν σε δώδεκα “φυλές” που διατηρούσαν μέρος της αυτοδιοίκησης τους, αλλά συναποτελούσαν έναν ενιαίο Δήμο, μία Πολιτεία δηλαδή, της οποίας η έδρα ήταν το Άστυ. Φαίνεται ότι η καλή οργάνωση και λειτουργία του πολιτεύματος του Δήμου της Τήνου είχε λειτουργήσει ως πρότυπο σε πανελλαδική κλίμακα γι’αυτό προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη και συνέγραψε το έργο “ΤΗΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ” με πληροφορίες για τον καταστατικό χάρτη και τον τρόπο οργάνωσης του πολιτεύματος. Δυστυχώς, απ’το έργο δεν σώθηκαν ούτε καν κάποια αποσπάσματα.
Κατά την αρχαϊκή εποχή η πολίχνη που λειτουργούσε ως διοικητικό κέντρο στο νησί, βρισκόταν στην πλαγιές του όρους Εξώμβουργο, εξαιτίας της φυσικής οχυρωματικής θέσης του. Τα ευρήματα των αρχαιολόγων δείχνουν έναν πολύ καλά οργανωμένο και με συνεκτική κοινωνική δομή οικισμό που φαίνεται ότι λειτουργεί ως πρωτεύουσα του νησιού [1]. Κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα ξεκινά να οικοδομείται η νέα πρωτεύουσα, το Άστυ, σε μία τοποθεσία που σήμερα ονομάζεται “Πόλες”, βόρεια του σημείου όπου σήμερα στεγάζεται το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας. Η πρωτεύουσα έμεινε εκεί μέχρι τα βυζαντινά χρόνια οπότε εξαιτίας των πολλών επιδρομέων οι κάτοικοι θα επιστρέψουν στο Εξώμβουργο για ασφάλεια [2].
Η λειτουργία της Πολιτείας των Τηνίων ρυθμιζόταν από τη Βουλή, η οποία συνεδρίαζε στο Βουλευτήριο-Πρυτανείο, συγκροτούμενη από αιρετούς εκπροσώπους των 12 φυλών και του Άστεως με ενιαύσια θητεία και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη. Η λειτουργία της ήταν κυρίως προπαρασκευαστική καθώς καθόριζε τα θέματα που αφορούσαν την εύρυθμη λειτουργία του Δήμου για να συζητηθούν στις κοινές με το Δήμο (πολίτες) συνελεύσεις. Εκεί λαμβάνονταν οι τελικές αποφάσεις που ονομάζονταν “ψηφίσματα”. Η εκτέλεση των αποφάσεων ανατίθονταν στην Κυβέρνηση του Δήμου, δηλαδή την 3μελή επιτροπή “Πρυτάνεων” που εξελέγετο από τη Βουλή.
Το κυρίαρχο σώμα της Πολιτείας ήταν η Εκκλησία του Δήμου που συνήρχετο σε γενικές συνελεύσεις των ελευθέρων πολιτών (δηλαδή όσων ήταν εγγεγραμμένοι στο ληξιαρχικό γραμματείο). Η Γενική Συνέλευση αποφάσιζε την εγγραφή ή όχι νέων ελευθέρων πολιτών στο ληξιαρχείο, ενέκρινε τις μισθώσεις των κτημάτων του Δήμου και τις δημόσιες δαπάνες, και επικύρωνε, τροποποιούσε ή ακύρωνε νόμους που ψήφιζε η Βουλή. Στις Γενικές Συνελεύσεις προήδευε ένας Πρύτανης ή Βουλευτής. Βλέπουμε δηλαδή ότι η Εκκλησία του Δήμου (δηλαδή, οι ίδιοι οι πολίτες) είχε άμεσα τον τελικό λόγο με δεσμευτικό τρόπο (και όχι “συμβουλευτικό”) σε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις που λαμβάνονταν συμπεριλαμβανομένης και της ανάδειξης νέων πολιτών (της σύστασης του Δήμου, δηλαδή).
Ο ρόλος της Βουλής ήταν κυρίως διοικητικός-διαδικαστικός, καθώς φρόντιζε για την ευταξία και εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας (αστυνομικά καθήκοντα, φορολογία και άλλες οφειλές, σύνταξη εκλογικών και στρατολογικών καταλόγων, διαχείριση των εσόδων του Δήμου, απογραφή του πληθυσμού κ.α.).
Η κάθε φυλή της Τήνου διοικούνταν με παρόμοιο τρόπο. Οι ελεύθεροι πολίτες εξέλεγαν τον “άρχοντα” και τους παρέδρους, με βοηθούς τους παίδας και τους κήρυκες. Τα καθήκοντα τους αφορούσαν τη ρύθμιση των διαδικαστικών ζητημάτων για τις υπηρεσίες που παρέχονταν στη φυλή και τα οικονομικά ζητήματα, την απογραφή του πληθυσμού και την εγγραφή των αρρένων στο ληξιαρχικό Γραμματείο της φυλής.
Μεσαιωνική Τήνος
Ενώ υπάρχουν πλούσιες πληροφορίες για τη στρατιωτική και διοικητική ιεραρχία στα βυζαντινά θέματα μέχρι το επαρχιακό επίπεδο, οι πληροφορίες για τις διοικητικές υποδιαιρέσεις σε τοπικό επίπεδο είναι λίγες. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Λέοντα ο κάθε οικισμός, όσο μικρός κι αν ήταν, είχε τον “πρωτεύοντα” που προήδρευε και τους “πατέρες” (μέλη) που συνέθεταν το συμβούλιο που διοικούσε τον οικισμό. Το συμβούλιο πιθανότατα να εκλέγονταν από τους κατοίκους και να μην ήταν διορισμένοι από κάποια ανώτερη αρχή. Από τη Μακεδονική Δυναστεία κι έπειτα η Τήνος ανήκε στο Θέμα των Πλωίμων, την στρατιωτική και πολιτική διοίκηση του οποίου είχε ένας στρατηγός.
Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους της 4ης σταυροφορίας (η οποία ποτέ δεν έφτασε στους Αγίους Τόπους) πολλά νησιά, μεταξύ των οποίων και η Τήνος, βρέθηκαν στα χέρια των Βενετών. Έκτοτε ξεκινά μια περίοδος έντονων ανακατάξεων και συγκρούσεων στις Κυκλάδες, με εναλλαγές φεουδαρχών, τιμαριούχων και τοπικών “οίκων” στην εξουσία, ενώ σταδιακά ένα-ένα τα νησιά πέφτουν στα χέρια των Οθωμανών. Στην Τήνο μέχρι τον 14ο αιώνα διοικεί ο οίκος των Γκιζών οπότε με το θάνατο του άκληρου, τελευταίου ηγεμόνα Γεωργίου Γ’ η Βενετική Δημοκρατία κληρονομεί το νησί. Η Βενετία διοικεί μέχρι το 1715 οπότε ο Διοικητής Bernardo Balbi παραδίδει τα κλειδιά του φυσικά οχυρωμένου κάστρου στο Εξώμβουργο στον Τούρκο ναύαρχο Τζάνουμ Χότζα πασά [3]. Γενικά το νησί διοικούνταν με βάση το φεουδαρχικό κώδικα των Ασσιζών, όπως είχε ισχύσει στην Ηγεμονία της Αχαϊας επί Βενετοκρατίας. Επικεφαλής ήταν ο Διοικητής που διορίζονταν από τη Βενετία.
Οι Βενετοί είχαν παραχωρήσει στους ελεύθερους πολίτες της πρωτεύουσας (που είχε μεταφερεθεί στο Εξώμβουργο) το δικαίωμα να εκλέγουν το Κοινοτικό Συμβούλιο της Τήνου, τα μέλη του οποίου (οι “σύνδικοι”) έπρεπε να ανήκουν σε 4 οίκους υποτελών, όπως καθορίζονταν από το Διοικητή. Οι δουλοπάροικοι ωστόσο (αποκλειστικά ορθόδοξοι) δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Το Κοιν. Συμβούλιο είχε συμβουλευτικό ρόλο στο Διοικητή. Τα χωριά διαιρούνταν σε 24 μικρές κοινότητες με έναν ή δύο “πρωτόγερους” που διορίζονταν από το κεντρικό Κοιν. Συμβούλιο. Αντίστοιχους περιορισμούς επέβαλαν οι Βενετσιάνοι και στην εκκλησιαστική αυτοδιοίκηση καθώς κατήργησαν αμέσως την ορθόδοξη επισκοπή και κεντρικό ποιμαντορικό ρόλο είχε ο καθολικός επίσκοπος για όλους τους χριστιανούς. Απλώς επέτρεψαν τη λειτουργία τοπικών ορθοδόξων ενοριακών αδελφοτήτων για να φροντίζουν τα διαδικαστικά και λειτουργικά ζητήματα των ναών.
Τουρκοκρατία
“Οι κοινότητες της Τήνου καθώς και της υπόλοιπης Ελλάδας κατά το χρονικό διάστημα της Τουρκοκρατίας, υπήρξαν οι εστίες που εκράτησαν άσβεστη τη λαμπάδα της Εθνικής Παραδόσεως. Διετήρησαν τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες, τη γλώσσα, τη θρησκεία και ανέπτυξαν σε μεγάλο βαθμό την ευσέβεια, την ευλάβεια, τη καλωσύνη, την απλότητα, τη φιλοπατρία και την ανδρεία.” Ο συγγραφέας Γ. Δώριζας συνοψίζει με τα παραπάνω από το βιβλίο του για την Τήνο επί Τουρκοκρατίας (σελ. 20) τα κύρια χαρακτηριστικά των τηνιακών κοινοτήτων, τα οποία λίγο-πολύ εμφανίζονται γενικά σε όλες τις ελληνικές κοινότητες, είτε απελευθερώθηκαν, είτε όχι.
Το πρώτο επίπεδο αυτοδιοίκησης αφορούσε την εκλογή για ενιαύσια θητεία των “Δημογερόντων” ή Πρωτόγερων” στις κοινότητες (έναν στις μικρότερες και δύο για τις μεγαλύτερες). Η εκλογή τους γινόταν στον πρόναο της εκκλησίας, από όλους τους ενήλικες άρρενες κατοίκους, μετά τον εκκλησιασμό της τελευταίας Κυριακής του Μαρτίου. Οι υποψήφιοι προέρχονταν από την τάξη των “προκρίτων” της κοινότητας (κοτσαμπάσηδες) και είχαν σημαντική ακίνητη περιουσία [4]. Οι ψηφοφόροι υπέγραφαν το πρακτικό της εκλογής και επικυρώνονταν από τους προεστώτες. Οι αρμοδιότητες τους ήταν οικονομικές (φορολογία, διαχείριση κοινοτικής περιουσίας), δικαστικές, διαμεσολαβητικές μεταξύ των συμπολιτών τους [5], διαχειριστικές (διορισμός αγροφυλάκων, καθορισμός αγγαρειών, διατήρηση της τάξης και της ομαλότητας) και λειτουργούσαν ως εκπρόσωποι της κοινότητας στα ανώτερα επίπεδα εξουσίας. Ενίοτε, το ρόλο της διαμεσολάβησης αναλάμβαναν και οι ιερείς των χωριών (ορθόδοξοι ή καθολικοί). Γενικά οι κάτοικοι προτιμούσαν να κατευνάζουν τις διαφορές τους εντός της κοινότητας και απέφευγαν να καταφύγουν σε ανώτερο επίπεδο ή, χειρότερα, στον Τούρκο καδή.
Το επόμενο επίπεδο αυτοδιοίκησης ήταν η ανώτατη πολιτική και διοικητική εξουσία της Τήνου [6] και αφορούσε το σύνολο του νησιού. Αποτελούνταν από 4 “Προεστώτες” ή “Προεστούς” (γνωστοί επίσης ως “σύνδικοι” ή “σύντυχοι” μέχρι το 1880 [7]). Εκλέγονταν για ενιαύσια θητεία κάθε Μάρτιο στη συνέλευση των προκρίτων (κοτσαμπάσηδων) και των δημογερόντων στο Διοικητήριο. Οι προεστώτες συνεδρίαζαν στο Διοικητήριο με συμμετοχή του Τούρκου Διοικητή, εάν βρίσκονταν στην έδρα του. Οι αποφάσεις τους αφορούσαν γενικά θέματα διοίκησης του νησιού.
Οι αποφάσεις τους επικυρώνονταν εγγράφως με τη σφραγίδα της Κοινότητας, η οποία χωρίζονταν σε 3 τμήματα. Η συναρμολόγηση της γινόταν με ειδικό κλειδί που κρατούσε ο υπάλληλος ο επιφορτισμένος με τη γραφειοκρατία της Κοινότητας και αποκαλούνταν “γραμματικός”. Τα τμήματα από ένα κρατούσαν οι προεστώτες των 3 τμημάτων της Τήνου: Μέσα Μέρη, Έξω Μέρη και Κάτω Μέρη. Στα Μέσα και τα Έξω Μέρη κατοικούσαν κυρίως Ορθόδοξοι ενώ στα Κάτω Μέρη κυρίως Καθολικοί (τα Κάτω Μέρη εξέλεγαν 2 προεστώτες). Ο προεστός των Μέσα Μερών εκτελούσε χρέη προέδρου στις συνεδριάσεις.
Οι προεστώτες λειτουργούσαν ως το κεντρικό όργανο αλληλεπίδρασης με την τουρκική κυβέρνηση μεταφέροντας εντολές στους δημογέροντες, διευκολύνοντας το έργο ανωτάτων υπαλλήλων που έφταναν στο νησί, συμμετέχοντας σε δικαστήρια εκπροσωπώντας το νησί αλλά και μεταφέροντας παράπονα για πιθανή κατάχρηση εξουσίας και αυθαιρεσίες της Τουρκικής διοίκησης εκ μέρους των δημογερόντων ή του συνόλου της Κοινότητας Τήνου. Θεωρητικά ο Τούρκος Διοικητής (Αγάς) δεν μπορούσε να ενεργεί χωρίς τη συμβουλή των προεστώτων αλλά όχι σπάνια αυθαιρετούσε με σκοπό το χρηματισμό. Επίσης συμβούλευαν και έλεγχαν τους δημογέροντες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Τέλος, σημαντικό έργο των προεστώτων ήταν η συγκέντρωση του φόρου που αναλογούσε σε κάθε κοινότητα, αφενός για την πληρωμή των δαπανών της Κοινότητας Τήνου, αφετέρου για την πληρωμή του ετήσιου φόρου είτε στο τουρκικό αυτοκρατορικό ταμείο, είτε στον ενοικιαστή φόρων (βοεβόδα) εάν η φορολόγηση είχε εκχωρηθεί σε τρίτο. Σε περίπτωση που ανέκυπταν σπουδαία θέματα, οι προεστώτες συγκαλούσαν τη Γενική Συνέλευση προκρίτων και δημογερόντων για τη λήψη αποφάσεων.
Τέλος, οι προεστώτες λειτουργούσαν ως δευτεροβάθμιο δικαστικό όργανο, συγκροτώντας το “Κοινοτικό Κριτήριο”, το οποίο συνεδρίαζε σε απαρτία για την επίλυση διαφορών μετά από προφορική ή γραπτή προσφυγή κάποιου. Στην πρώτη περίπτωση γινόταν προσπάθεια διαμεσολάβησης και ειρήνευσης με την πειθώ και τη λογική, ενώ στη δεύτερη γινόταν ακροαματική διαδικασία με μάρτυρες και προσκόμιση γραπτών αποδεικτικών στοιχείων (εάν υπήρχαν). Το Κοιν. Κριτήριο κατά κανόνα δίκαζε αστικές υποθέσεις αλλά επίσης και ποινικά αδικήματα μέχρι του σημερινού βαθμού πλημμελήματος. Ο γραμματικός λειτουργούσε και ως γραμματέας του Κοιν. Κριτηρίου, κρατούσε πρακτικά και καταχωρούσε τις αποφάσεις σε ειδικό βιβλίο. Επίσης τελούσε χρέη συμβολαιογράφου και υποθηκοφύλακα. Γενικά, υπήρχε τάση μεταξύ των κατοίκων να συμβιβάζονται σε τοπικό επίπεδο και να αποφεύγουν την προσφυγή στην (συνήθως κοστοβόρα) τουρκική δικαιοσύνη, χωρίς ωστόσο να λείπουν οι εξαιρέσεις. Τα σοβαρά ποινικά αδικήματα (κακουργήματα) συνήθως κατέληγαν στην Κωνσταντινούπολη για να δικαστούν και να εκτελεστεί η ποινή. Οι δύο θρησκευτικές κοινότητες επίσης είχαν αντίστοιχα το Ορθόδοξο και το Καθολικό Επισκοπικό Κριτήριο, δηλαδή εκκλησιαστικές υπηρεσίες που κατέγραφαν και επέλυαν διαφορές επί ζητημάτων εκκλησιαστικής υφής (γάμους, διαζύγια, βαπτίσεις, θανάτους, διαθήκες, προικοσύμφωνα κ.α.). Οι αποφάσεις καταγράφονταν στον Κώδικα της κάθε επισκοπής.
Προβλεπόταν επίσης η δυνατότητα επανεξέτασης των αποφάσεων των προεστώτων για να αποφεύγονται οι αυθαιρεσίες και η ολιγωρία. Αυτό γινόταν από επιτροπή σεβάσμιων γερόντων και προκρίτων, χωρίς ωστόσο να παρέχονται περισσότερες πληροφορίες για τη διαδικασία και τις αιτίες σύγκλησης της επιτροπής.
Τόσο οι δημογέροντες όσο και οι προεστώτες ελάμβαναν μικρή αντιμισθία από τις κοινότητες.
Μία παράλληλη αλλά σημαντική μορφή αυτοδιοίκησης ήταν οι “Χριστιανικές αδελφότητες” όπως τις είδαμε αδρά ήδη επί Βενετοκρατίας. Οι αδελφότητες διόριζαν τους επιτρόπους των ναών και ρύθμιζαν τα οικονομικά ζητήματα που αφορύσαν τους ναούς. Επίσης από τα έσοδα τους οι αδερφότητες πλήρωναν το μισθό των δασκάλων των σχολείων και μεριμνούσαν για την ανατροφή των παιδιών των προσφύγων από άλλα μέρη της Ελλάδας και για να βρεθούν παραμάνες για έκθετα παιδιά.
Αναταραχή και διχόνοια
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα που περιγράφει λεπτομερώς ο Γ. Δώριζας στο βιβλίο του για την Τήνο επί Τουρκοκρατίας (σελ. 47-73), από το 1780 και έπειτα φαίνεται ότι η ενότητα του νησιού άρχισε να κλονίζεται καθώς διαμορφώθηκαν δύο αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις, οι οποίες σταδιακά απέκτησαν θρησκευτικό χαρακτήρα, καθώς στη δεύτερη υπήρχε μεγαλύτερος αναλογικά αριθμός καθολικών από την πρώτη. Η όξυνση των αντιθέσεων είχε ως συνέπεια τα στασιαστικά επεισόδια του 1806 όπου οπαδοί της δεύτερης φατρίας επιδίωξαν να καταλάβουν δια της βίας την εξουσία (με τη συμπαράσταση προξένων “ξένων δυνάμεων” στο νησί). Η ένοπλη συμπλοκή αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή με παρέμβαση των νηφαλιότερων αλλά η διάσπαση πήρε επίσημο χαρακτήρα καθώς οι δύο παρατάξεις αποκαλούνταν έκτοτε “κόμμα των Ρωμιών” και “κόμμα των Φράγκων”.
Το ίδιο έτος, επιτροπή καθολικών με επικεφαλής τον επίσκοπο τους μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να αιτηθεί τη διάσπαση της Κοινότητας Τήνου σε δύο, επιδιώκοντας να νομιμοποιήσει την έως τότε παράτυπη προσπάθεια αυτονόμησης τους σε ανεξάρτητη κοινότητα με έδρα το χωριό Κελλιά (που μετονομάστηκε σε “Καλλονή”) με τη δημιουργία δεύτερης σφραγίδας της Κοινότητας Τήνου. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε κάπως το 1812, αφού είχαν προηγηθεί σοβαρά γεγονότα, μεταξύ των οποίων βίαια επεισόδια σε χωριά και απόπειρες δολοφονίας σημαινόντων προσώπων, όταν η τούρκικη εποπτική αρχή της Τήνου έδωσε διαταγή οι εκλογές για προεστώτες να γίνουν με καθολική ψηφοφορία των κατοίκων (και όχι μόνο των προκρίτων και των δημογερόντων όπως τότε). Το ίδιο έγινε και το επόμενο έτος. Ωστόσο, ένας έκτακτος και μάλλον βιαστικός και πρόχειρος οικονομικός έλεγχος από λογιστές των οικονομικών ετών 1805-14 ξαναέριξε λάδι στη φωτιά προσθέτοντας νέες αιτίες διχασμού των κατοίκων ενώ προκάλεσε την αβάσιμη σπίλωση πολλών παλαιών προεστώτων. Το 1815 καταγράφεται η τελευταία γενική συνέλευση των κατοίκων, χωρίς περαιτέρω πληροφορίες γιατί δεν συνεχίστηκε. Ίσως να συνδέεται με την αυξανόμενη ένταση μεταξύ των κατοίκων και των εκπροσώπων της τουρκικής διοίκησης όπως κλιμακώθηκε κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια [8].
Μετά την Απελευθέρωση
Η διάρθωση της διοίκησης του νεοσύστατου ελεύθερου Ελληνικού Κράτους ανανέωσε το θεσμό της Δημογεροντίας. Χωριά μέχρι 100 οικογενειών εξέλεγαν ένα δημογέροντα, μέχρι 200 οικογενειών δύο, μέχρι 300 οικογενειών τρεις και από εκεί και πάνω τέσσερις δημογέροντες. Για να είναι έγκυρη η εκλογή τους απαιτούνταν συμμετοχή τουλάχιστον των δύο τρίτων των εκλογέων. Τα καθήκοντα τους ήταν διοικητικά, οικονομικά και διαμεσολάβησης σε διαφωνίες των κατοίκων του χωριού. Σε κάθε Επαρχία υπήρχε και η Επαρχιακή Δημογεροντία αποτελούμενη από τους δημογέροντες της πρωτεύουσας και 2-3 εκλεγμένους δημογέροντες από τα χωριά, η οποία έλεγχε τις πράξεις των τοπικών δημογερόντων. Ο αξιότερος αυτών ενεργούσε ως “Παραστάτης” (βουλευτής) της Επαρχίας στις Εθνοσυνελεύσεις.Όλα τα παραπάνω θα καταργηθούν οριστικά επί Βαυαροκρατίας, αρχικά με τη δημοτική μεταρρύθμιση του Μάουρερ (1833) και ολοκληρωτικά με το διάταγμα των Αρμανσμπέργκ και Κωλέττη της 26ης Ιουνίου 1836, οπότε καταργήθηκε ακόμη και η ελεγχόμενη εκλογή δημάρχων και όλοι διορίζονται απευθείας από την Αντιβασιλεία [9]. Αυτό ήταν και η οριστική ταφόπλακα των ελληνικών κοινοτήτων και η εδραίωση του συγκεντρωτικού, αθηναιοκεντρικού Κράτους με τις γνωστές παθογένειες…
… ή μήπως δεν είναι και τόσο οριστική;
Βιβλιογραφία
- Γεωργίου Ι. Δώριζα “Η Αρχαία Τήνος”. Επανέκδοση “Δημοτικό Ιερό Ίδρυμα Αγίας Τριάδος Τήνου” (2010).
- Γεωργίου Ι. Δώριζα “Η Τήνος επί Τουρκοκρατίας και κατά τον Αγώνα του 1821”. Αυτοέκδοση (1978).
- Γεωργίου Ι. Δώριζα “Η Μεσαιωνική Τήνος”. Επανέκδοση “Εταιρεία Τηνιακών Μελετών” (2006).
Σημειώσεις
[1] “Η ιστορία της Τήνου: Ιστορικοί Χρόνοι-Αρχαιότητα”. Ιστοσελίδα Tinosecret.gr.
[2] Σήμερα, το πεζοπορικό μονοπάτι Τ1 [Χώρα – Ξώμπουργο – Μουντάδος – Χώρα] ονομάζεται και “Τρεις πρωτεύουσες” επειδή ξεκινά από τη Χώρα περνάει από τις Πόλες (αρχαίο Άστυ) φτάνει στο Εξώμβουργο (μεσαιωνική πρωτεύουσα) και επιστρέφει στη Χώρα. [Δείτε στο: https://epathlo.gr/ta-monopatia-tis-tinou]
[3] Η παράδοση του Εξώμβουργου θεωρείται αψυχολόγητη ενέργεια ενός απειροπόλεμου (και μάλλον, δειλού) Διοικητή. Αν και η φρουρά ήταν μικρή, υπήρχαν επαρκή εφόδια και πολεμοφόδια για να αντέξουν την πολιορκία του φυσικά απόρθητου βράχου μέχρι να έρθει ο Βενετσιάνικος στόλος. Οι Τούρκοι επέτρεψαν στον Balbi να αναχωρήσει για τη Βενετία όπου δικάστηκε, καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και πέθανε στην φυλακή. Η παράδοση χωρίς μάχη ωστόσο ευνόησε τους κατοίκους γιατί το νησί έτυχε των προνομίων που έδιναν οι Οθωμανοί σε πόλεις που παραδίδονταν χωρίς αντίσταση (μεταξύ των οποίων και αποφυγή της επιτρεπόμενης από το Ισλάμ 3ήμερης λεηλασίας και εξανδραποδισμού).
[4] Στον ελληνικό χώρο υπήρχε μεγάλη ποικιλομορφία αναφορικά με τους κανόνες εκλογής των αρχών της κοινότητας. Κατά κανόνα (όχι παντού) ψήφιζαν όλοι οι ντόπιοι ενήλικες άντρες αλλά υπήρχαν διαφοροποιήσεις ως προς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Κάποιες κοινότητες (π.χ. στην Ύδρα) έθεταν αυστηρά “αριστοκρατικά” κριτήρια, ενώ σε άλλες (π.χ. Σπέτσες και Ψαρρά) το σύστημα ήταν δημοκρατικότερο. Πρακτικά πάντως, η ενασχόληση με τα κοινά λογικά ήταν ευκολότερη για βιοποριστικούς και μορφωτικούς λόγους σε άτομα των πιο ευκατάστατων οικογενειών με όποιο σύστημα και να εκλέγονταν. Ειδικά για την Τήνο, οι περιορισμοί στο εκλέγεσθαι πιθανότατα να είναι κατάλοιπο του αυστηρού φεουδαρχικού κώδικα που είχε επιβληθεί επί Βενετοκρατίας.
[5] Ακούστε το σχετικό ενδιαφέρον σύντομο σχόλιο του Δ. Σταθακόπουλου σχετικά με τη “διαμεσολάβηση” ως υπηρεσία των δημογερόντων στην κοινότητα, στο βίντεο για την Επανάσταση του 1821 από το κανάλι των Athenian Times. Ο θεσμός ενώ υπήρχε στην παράδοση μας διακόπηκε μετά την κατάργηση των κοινοτήτων και πρόσφατα έγινε προσπάθεια επανεισαγωγής του ως θεσμός “από έξω” αλλά μέχρι στιγμής αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία. Ακούστε το σχόλιο στο χρονικό διάστημα 43:25 – 44:24. https://www.youtube.com/watch?v=vzGG-7UurL0
[6] Έφερε τον τίτλο “ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΤΗΝΟΥ”.
[7] Πιθανόν να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος και ο συγγραφέας να ήθελε να γράψει “1780” καθώς από το 1836 κι έπειτα καταργήθηκαν οι κοινότητες από τη Βαυαρική Αντιβασιλεία.
[8] Κάποια από τα επεισόδια μεταξύ κατοίκων και Τούρκων αξιωματούχων οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν από τις γυναίκες του νησιού. Αναφέρεται μία μαζική συγκέντρωση και εισβολή γυναικών από τα χωριά και την πόλη της Τήνου στο Διοικητήριο εξαιτίας των αυθαιρεσιών του Διοικητή, τον οποίο καθύβριζαν και απειλούσαν με ξυλοδαρμό (Γ.Δ. “Η Τήνος επί Τουρκοκρατίας” σελ. 66-7). Η αδερφή ενός ηγέτη του κόμματος των Ρωμιών μάλιστα άρπαξε τον Τούρκο Διοικητή απ’το δασύ μουστάκι, τον έσυρε έξω απ’το Διοικητήριο και τον παρέδωσε στη χλεύη των συγκεντρωμένων γυναικών. Ο ταπεινωμένος διοικητής αντικαταστάθηκε λίγες ημέρες αργότερα. Να σημειωθεί ότι παρόμοιες μαζικές αντιδράσεις των γυναικών εναντίον των δυνάμεων Κατοχής σημειώνονται και άλλες φορές, όπως για παράδειγμα στα Δωδεκάνησα κατά την Ιταλοκρατία, με αποκορύφωμα τον Πετροπόλεμο του 1935 στην Κάλυμνο (λεπτομέρειες στο Χρ. Δαγρές “Τρία βιβλία ιστορίας από τα Δωδεκάνησα”. Ιστοσελίδα Cognosco Team; 18 Ιουλίου 2024). Τα περιστατικά αυτά διαψεύδουν το μεταμοντέρνο αφήγημα που θέλει τις γυναίκες των αγροτικών κοινωνιών να είναι άβουλες και περιορισμένες στο σπίτι – όπως φαίνεται είχαν το δικαίωμα παρέμβασης στα πράγματα, ενίοτε με δυναμικό και επιθετικό τρόπο όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν.
[9] Βασίλης Ξυδιάς “Οι ελληνικές κοινότητες και οι Βαυαροί: Μάουρερ και Τιρς”. Ιστοσελίδα Αντίφωνο; 7 Απριλίου 2021.