Οι διατάξεις περί ευθύνης υπουργών εμφανίζονται για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία με τη διάταξη του άρ. 80 του Συντάγματος του 1864 ως δικαίωμα της Βουλής να κατηγορεί τους υπουργούς ενώπιον 13μελούς ειδικού δικαστηρίου, προεδρευομένου από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και, ως προς τα λοιπά μέλη, συγκροτουμένου με κλήρωση μεταξύ των αεροπαγιτών, εφετών και προέδρων εφετών. Περίπου όμοια διάταξη περιελάμβανε και το άρ. 80 του Συντάγματος 1911 και αργότερα το άρ. 80 του Συντάγματος του 1952.
Εάν όμως εντός πολιτεύματος Βασιλευομένης Δημοκρατίας, οι διατάξεις περί ευθύνης Υπουργών είχαν αξία ως το δικαίωμα των εκπροσώπων του λαού να ασκούν έλεγχο και να απευθύνουν ποινική κατηγορία εναντίον των υπουργών που διορίζονταν από τον Βασιλιά, στα πολιτεύματα αβασίλευτης δημοκρατίας όπου η κυβέρνηση δεν διορίζεται από τον βασιλιά αλλά απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής εξελίχθηκαν σε προνομιακό καθεστώς σκανδαλώδους ασυλίας και ατιμωρησίας.
Την αρχή έκαναν τα Συντάγματα 1925 και 1927, τα οποία, για πρώτη φορά απέκλεισαν δια της διάταξης του άρ. 90 τη Δικαιοσύνη από τη δίωξη των εγκλημάτων των Υπουργών και όρισαν ότι «μόνη η Βουλή» έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα να κατηγορεί τους Υπουργούς για αδικήματα διαπραχθέντα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και να τους παραπέμπει σε δίκη ενώπιον του τότε δεύτερου νομοθετικού σώματος της Γερουσίας.
Το Σύνταγμα του 1975 δεν σταμάτησε εκεί αλλά με τη γνωστή σε όλους πλέον διάταξη του άρ. 86, (α) επέκτεινε την αρμοδιότητα της Βουλής να κατηγορεί ενώπιον ειδικού δικαστηρίου, όχι μόνο τους εν ενεργεία, αλλά και όσους διετέλεσαν στο παρελθόν μέλη κυβέρνησης ή υφυπουργοί και (β) όρισε ότι χωρίς απόφαση της Βουλής δεν επιτρέπεται, όχι μόνο η παραπομπή σε δίκη, αλλά ούτε καν δίωξη ή ανάκριση ή προανάκριση από τακτικό ανακριτή, εισαγγελέα ή ανακριτικούς υπαλλήλους κατά των εν λόγω προσώπων «για πράξεις τελεσθείσες εν τη ασκήση των καθηκόντων τους».
Η αναθεώρηση του 2001, η οποία μάλιστα αποφασίστηκε με ευρύτατη πλειοψηφία, προχώρησε ακόμη περισσότερο: Αφενός, απαγόρευσε ακόμη και τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης (ήτοι διαδικασίας συνιστάμενης σε έρευνα εάν υπάρχουν ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης και διενέργειας ανάκρισης ή προανάκρισης) χωρίς απόφαση της Βουλής και, αφετέρου, φρόντισε να υφίσταται συντομότατη ειδική προθεσμία, σύμφωνα με την οποία η Βουλή δεν μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της μετά «το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της Βουλευτικής Περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος».
Με το σημερινό καθεστώς, χωρίς απόφαση της Βουλής η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να ερευνήσει ούτε καν σε αρχικό στάδιο τα εγκλήματα που διέπραξαν πρόσωπα που διετέλεσαν μέλη Κυβερνήσεων ή υφυπουργοί και επιπλέον ενώ για τα αδικήματα των απλών πολιτών μπορεί να ασκηθεί κατηγορία μέχρι και 20 έτη μετά τη διάπραξή τους, για τα μέλη κυβερνήσεων η δίωξη του ιδίου αδικήματος μπορεί να καταστεί αδύνατη μετά την πάροδο μόλις 2 ετών.
Τώρα, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, όλα τα κόμματα της Βουλής, υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής, υπόσχονται να τροποποιήσουν το άρ. 86 περί ευθύνης Υπουργών. Αλλά, όταν εξειδικεύουν τις προτάσεις τους, τα περισσότερα αναφέρονται μόνο σε κατάργηση της συντομότατης αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση ποινικής δίωξης.
Ας πάψει επιτέλους η υποκρισία. Η διάταξη του άρ. 86 δεν επιδέχεται απλής τροποποίησης. Χρήζει πλήρους κατάργησης και υπαγωγής των αδικημάτων των μελών κυβερνήσεων στην αρμοδιότητα της ανεξάρτητης δικαιοσύνης όπως για κάθε πολίτη.
Αρχική δημοσίευση: 24.11.2018 | Ελευθερία Λάρισας