Είναι κάποιες στιγμές, σαν αυτές που ζούμε τώρα, που η κοινωνία αντικρίζοντας το είδωλό της μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας ανατριχιάζει και αναρωτιέται: “Είμαι πράγματι εγώ αυτό το τέρας;”
Η παράσταση που εξελίσσεται στη βουλή υπό τους βαρύγδουπους όρους “Προανακριτική Επιτροπή”, “Πρόταση Δυσπιστίας” κλπ, δείχνει την απόσταση που χωρίζει τις κομματικές συντεχνίες από την κοινωνία. Το θεσμικό “δρώμενο” αναπαράγεται με όλη την επιτηδευμένη σοβαροφάνεια που επιβάλλεται, από τα συστημικά ΜΜΕ που προσπαθούν να σουλουπώσουν το στραπατσαρισμένο κύρος του εξουσιαστικού συστήματος που τα συντηρεί. Μία συζήτηση για το ξαναμοίρασμα της πίτας μεταξύ 5-6 κομμάτων που διεξάγεται με οπαδικούς όρους και ζητούμενο τις πιθανότητες ανακατάληψης του λαφύρου της εξουσίας. Αυτή η συζήτηση ακριβώς που αξίζει στο ιδιοτελές και κοινωνικά αποστασιοποιημένο πολιτικό προσωπικό της χώρας, ό,τι ακριβώς έχουμε συνηθίσει από αυτούς.
Η ερμηνεία που επιχειρείται είναι ως συνήθως προκλητική και αλαζονική. Η κοινοβουλευτική μηχανή του “άλλα αντί άλλων” έχει ανεβάσει στροφές , ρουφάει τα μηνύματα και τα προτάγματα του κόσμου, τα φιλτράρει μέσα από σύνθετες νοητικές επεξεργασίες (που άνετα διεκδικούν Οσκαρ “Πρώτου Ανδρικού Δόλου”), και ξερνάει κυνικά και ξεδιάντροπα τις διαστρεβλώσεις που την εξυπηρετούν:
-Προσπάθεια διχασμού και αποσταθεροποίησης αντί για απαίτηση για θεσμικό εκδημοκρατισμό.
-Παραίτηση της κυβέρνησης αντί για δίκη των υπευθύνων υπουργών βάσει του κατηγορητηρίου.
-Προανακριτική για παράβαση καθήκοντος ενός μόνο υπευθύνου, του κ. Τριαντόπουλου, αντί για προανακριτική για όλα τα πρόσωπα και όλες τις κατηγορίες που έχουν διαβιβαστεί στη βουλή.
-Συνταγματική κατοχύρωση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων αντί για συνταγματική κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και άρση της ποινικής ασυλίας των υπουργών.
Το κοινοβούλιο λοιπόν δεν σκοπεύει να απαντήσει στα ερωτήματα που του θέτει η κοινωνία αλλά σε εκείνα που θέτει το ίδιο στον εαυτό του.
Δεν πρέπει να πέφτουμε από τα σύννεφα. Αυτό άλλωστε συμβαίνει διαχρονικά σε ένα σύστημα που εξ ορισμού βάζει τον πολίτη στο περιθώριο. Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις που αποφασίζουν οι αντιπρόσωποί μας περισσότερο στοχεύουν να διαχειριστούν τα δικά τους προβλήματα παρά τα δικά μας. Ας θυμηθούμε π.χ στην τελευταία του 2019, όπου η βασική πρεμούρα της αναθεωρητικής βουλής ήταν να αποσυνδέσει την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διενέργεια εκλογών ώστε να μην κινδυνεύουν να χάσουν την εξουσία τους πρόωρα.
Από την άλλη εμφανίστηκε στο προσκήνιο μια κοινωνία που αρχίζει να δείχνει σημάδια χειραφέτησης, να ψάχνει το βηματισμό της και να προσπαθεί να προχωρήσει μπροστά μόνη της. Που εκπλήσσει και τον εαυτό της με την πολιτική της ωριμότητα, αλλά βλέπει πως ακόμα και τώρα αντιμετωπίζεται είτε σαν ανεύθυνος όχλος, είτε ως κίνδυνος αποσταθεροποίησης.Και που δυστυχώς δεν της αναγνωρίζεται κανένα θεσμικό δικαίωμα επίδρασης στο δέον γενέσθαι.
Όταν όμως τα δήθεν αντιπροσωπευτικά κόμματα αποτυγχάνουν τόσο οικτρά να μεταφέρουν τις αγωνίες της κοινωνίας στο Κοινοβούλιο μήπως πρέπει να διεκδικήσουμε πλέον τη διεξαγωγή της πολιτικής συζήτησης απευθείας ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους πολίτες, υιοθετώντας δημοκρατικούς θεσμούς όπως π.χ η νομοθετική πρωτοβουλία πολιτών (για την οποία ο εφαρμοστικός νόμος είναι καταχωνιασμένος στα συρτάρια της βουλής), τα δημοψηφίσματα πρωτοβουλίας πολιτών κλπ.; Στο κάτω κάτω, στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι συγγενείς των θυμάτων των Τεμπών εκείνοι με τους οποίους (όπως αποδείχτηκε περίτρανα από το μαζικότερο συλλαλητήριο της μεταπολίτευσης) ταυτίστηκε η κοινωνία αναγνωρίζοντας πως στο δικό τους πρόσωπο , το είδωλό της απεικονίζεται πιο πιστά σε σχέση με τον παραπλανητικό καθρέφτη που πλασάρουν τα κόμματα.
