Γιατί στη Δανία και στην Αυστρία οχτώ στους δέκα πολίτες θεωρούν ανεξάρτητο το δικαστικό τους σύστημα; Τι σωστό κάνουν αυτοί που εμείς δεν το κάνουμε;
Στο προηγούμενο άρθρο παρουσιάστηκε το δικαστικό σύστημα της Ελλάδας και οι θεσμικές απειλές υπό το πρίσμα της υφιστάμενης αμφισβήτησης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.Συνεχίζουμε το αφιέρωμα στο θεσμό της Δικαιοσύνης ρίχνοντας φως στα δικαστικά συστήματα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Επιλέχθηκαν χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) με κριτήριο το ποσοστό εκλαμβανόμενης εμπιστοσύνης στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μεταξύ των πολιτών τους. Έτσι θα εξετάσουμε τα δικαστικά συστήματα της Δανίας και της Αυστρίας χώρες στις οποίες τα εν λόγω ποσοστά είναι άνω του 80% (στοιχεία 2024).
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη Δανία, η συναίνεση και η πολυσυλλεκτικότητα χαρακτηρίζουν τόσο την πολιτική κουλτούρα όσο και τη δικαστική διοίκηση. Η ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος ενισχύθηκε σημαντικά με τη μεταρρύθμιση του 1999. Τα δικαστήρια διοικούνται από την ανεξάρτητη Εθνική Διοίκηση Δικαστηρίων, οι δικαστές διορίζονται από ένα ανεξάρτητο Συμβούλιο Δικαστικών Διορισμών, ενώ πειθαρχικά θέματα χειρίζεται το ειδικό Κατηγορητικό Δικαστήριο. Ο διορισμός και η θητεία του διευθυντή της εισαγγελίας έχουν πρόσφατα αυτονομηθεί περαιτέρω με νόμο που περιορίζει τον χρόνο παραμονής του σε δέκα έτη.Η συμμόρφωση της εκτελεστικής εξουσίας με τις προτάσεις των συλλογικών οργάνων και οι μη ανανεώσιμες θητείες ενισχύουν τις ισορροπίες και τη διαφάνεια.
Στην Αυστρία, το σύστημα διακρίνεται σε τακτικά πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια δικαστήρια, διοικητικά δικαστήρια και ισχυρό Συνταγματικό Δικαστήριο. Παρά την ύπαρξη ανεξάρτητων επιτροπών προσωπικού, η εκτελεστική εξουσία εξακολουθεί να επηρεάζει κάποιες κορυφαίες τοποθετήσεις και την εισαγγελία. Από την άλλη η αποτελεσματικότητα στην εκδίκαση υποθέσεων (μέσος χρόνος 150 ημερών), χάριν σε θεσμούς όπως οι προσωρινοί αναπληρωτές δικαστές, κρατά τους δείκτες εμπιστοσύνης ψηλά. Η ενεργή συμμετοχή των πολιτών μέσω λαϊκών πρωτοβουλιών ενισχύει επίσης το δημοκρατικό έρεισμα.
Τέλος και στις δύο χώρες υπάρχει ο θεσμός των λαϊκών δικαστών στα δικαστήρια κατώτερης και μέσης βαθμίδας.
————————————————————————————————–
Η Δανία έχει πληθυσμό περίπου έξι εκατομμύρια κατοίκους και είναι μια χώρα όπου η κοινωνικοπολιτική της κουλτούρα είναι βαθιά συναινετική. Οι κυβερνητικοί συνασπισμοί κομμάτων είναι ο κανόνας και είναι χαρακτηριστικό πως κανένα κόμμα δεν κατείχε την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (Folketing) από τις αρχές του 20ου αιώνα. Η πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο είναι συνήθως ρευστή και πολλοί νόμοι ψηφίζονται με τη ψήφο των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ως εκ τούτου δεν προκαλεί έκπληξη πως το Δανικό Κοινοβούλιο είναι ένα από τα πιο ισχυρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο βασικός κορμός του δικαστικού τους σύστημα διαρθρώνεται σε τρεις βαθμούς. Υπάρχουν 24 πρωτοβάθμια περιφερειακά δικαστήρια, 2 ανώτερα δικαστήρια (εφετεία) και το Ανώτατο δικαστήριο. Επίσης υπάρχουν και δύο εξειδικευμένα δικαστήρια. Δεν υπάρχει Συνταγματικό δικαστήριο. Η δομή του συστήματος είναι σχετικά ενιαία και κατά κανόνα, όλα τα δικαστήρια μπορούν να εκδικάζουν υποθέσεις σε όλους τους τομείς δικαίου (αστικό, ποινικό, διοικητικό).
Μέχρι το 1999 τους δικαστές διόριζε ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Μολονότι δεν φαίνεται να υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα, το 1999 ενισχύθηκε σημαντικά η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, με τη σύσταση διαφόρων φορέων όπως το Συμβούλιο Δικαστικών Διορισμών και η Εθνική Διοίκηση των Δικαστηρίων. Αυτά τα όργανα αφενός αύξησαν τη εξωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, αφετέρου ενίσχυσαν την αμεροληψία και την ισορροπία εντός του συστήματος, μέσω της διεπιστημονικής τους σύνθεσης και των διαδικασιών για τον διορισμό των μελών τους.
Οι διορισμοί (αλλά και οι προαγωγές και μεταθέσεις) των δικαστών γίνονται από το Συμβούλιο Δικαστικών Διορισμών. Απαρτίζεται από 6 μέλη που ορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης (για μη ανανεώσιμη θητεία 4 ετών)κατόπιν προτάσεων των αρμόδιων φορέων,ως εξής: 3 δικαστές (1 για κάθε βαθμό δικαιοσύνης), έναν Δικηγόρο από το Δικηγορικό Σύλλογο και 2 εκπρόσωπους κοινού (από Τοπ. Αυτοδιοίκηση και Ένωση Εκπ/σης Ενηλίκων). Υποβάλλει προτάσεις για τον διορισμό δικαστών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Παρότι οι προτάσεις δεν είναι δεσμευτικές, δεν υπήρξαν μέχρι σήμερα περιπτώσεις που η εκτελεστική εξουσία δεν τις ακολούθησε.
Εξαίρεση στους διορισμούς δικαστών είναι ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος επιλέγεται και διορίζεται απευθείας από τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Πειθαρχικά μέτρα κατά των δικαστών επιβάλει κυρίως το Ειδικό Κατηγορητικό και Αναθεωρητικό Δικαστήριο(δέχεται και καταγγελίες πολιτών). Αποτελείται από 3 δικαστές (έναν για κάθε βαθμό δικαιοσύνης), έναν δικηγόρο και έναν λέκτορα πανεπιστημίου νομικής (ή άλλο δικηγόρο με ειδική επιστημονική κατάρτιση). Τα μέλη του(εκτός από τον λέκτορα νομικής)προτείνονται από τα αντίστοιχα όργανα και διορίζονται από τη Βασίλισσα (για 10ετή μη ανανεώσιμη θητεία) κατόπιν σύστασης του Υπ. Δικαιοσύνης.Στην περίπτωση πειθαρχικών κρίσεων συνεδριάζει με 3μελη σύνθεση (μόνο με τους 3 δικαστές).
Ο Διευθυντής της εισαγγελίας διορίζεται τυπικά από την Βασίλισσα μετά από δεσμευτική σύσταση του Υπ. Δικαιοσύνης και μπορεί να απολυθεί με αιτιολογημένη σύσταση του τελευταίου. Εποπτεύει τους εισαγγελείς και διορίζει υποψήφιους σε πρωτοβάθμια δικαστήρια.Τον Ιούλιο του 2024 ψηφίστηκε νόμος για ενίσχυση της ανεξαρτησίας του Διευθυντή των Εισαγγελέων με περιορισμό της θητείας του σε 10 έτη (πριν ήταν αόριστη), χωρίς δυνατότητα παράτασης ή επαναδιορισμού του, ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει τη θέση του προκειμένου να ξαναδιοριστεί.
Η ανεξάρτητη Εθνικη Διοίκηση Δικαστηρίων είναι αρμόδια για τη διοίκηση και την ανάπτυξη των δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένης της κατανομής των προϋπολογισμών των δικαστηρίων,της διαχείρισης των κτιρίων και των συστημάτων ΤΠΕ, της εκπαίδευσης κλπ. Διοικείται από ένα διοικητικό συμβούλιο που αποτελείται από 12 άτομα, εκ των οποίων έξι είναι δικαστές.Συνολικά 11 φορείς συμμετέχουν στην συγκρότησή του οργάνου αποδεικνύοντας εμφατικά την πίστη των Δανών στη δύναμη της σύνθεσης και τη συναίνεσης.
Το ειδικό Δικαστήριο Παραπομπής (Rigsretten) εκδικάζει υποθέσεις κατά υπουργών κατόπιν παραπομπής τους από το Κοινοβούλιο. Συγκροτείται από 30 δικαστές (15 αρχαιότεροι του Ανωτάτου Δικαστηρίου και 15 που επιλέγονται από το Κοινοβούλιο ).
Τέλος αξίζει να αναφερθούμε και στο θεσμό των “λαϊκών δικαστών” οι οποίοι διορίζονται με κλήρωση για περίοδο 4 ετών από τα Ανώτατα Δικαστήρια μετά από προτάσεις των δήμων και δικάζουν, μαζί με επαγγελματίες δικαστές, τις πιο σοβαρές ποινικές υποθέσεις στα δικαστήρια κατώτερης και μέσης βαθμίδας. Η γνώμη τους στην έκδοση του αποτελέσματος είναι ισότιμη με αυτή των επαγγελματιών δικαστών. Σε περίπτωση ισοψηφίας, λαμβάνεται το πιο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα.
Το Συμβούλιο Εξωτερικών Δραστηριοτήτων είναι αρμόδιο για χορήγηση στους δικαστές άδειας για ανάληψη μόνιμης/ προσωρινής δευτερεύουσας απασχόλησης που αποφέρει εισόδημα.Απαρτίζεται από 7 μέλη που εκλέγονται για 6ετή μη ανανεώσιμη θητεία Η πλειοψηφία είναι δικαστές και συμμετέχουν και 2 εκπρόσωποι του κοινού.Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί απασχόλησης των δικαστών μετά την συνταξιοδότησή τους.
Παρότι ο μέσος χρόνος εκδίκασης στη Δανία είναι μικρότερος του μισού σε σχέση με την Ελλάδα, η κυβέρνηση εκλαμβάνει ως πρόκληση την πρόσφατη αύξηση στις εκκρεμείς υποθέσεις και στους χρόνους διεκπεραίωσης (ιδίως σε αστικές – ποινικές υποθέσεις), την οποία αντιμετωπίζει προγραμματίζοντας σημαντικές αυξήσεις στους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους του δικαστικού συστήματος καθώς και μια σειρά τροποποιήσεων στους δικονομικούς κανόνες.
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο μεγάλος βαθμός εμπιστοσύνης των Δανών πολιτών στη δικαιοσύνη αιτιολογείται αφενός από την ανεξαρτησία των οργάνων λήψης αποφάσεων από την εκτελεστική εξουσία (με την εξαίρεση ίσως της εισαγγελίας), αφετέρου από την πολυσυλλεκτικότητα στη σύνθεσή τους που -σε συνδυασμό με μια “κουλτούρα συναίνεσης”- έχει σαν αποτέλεσμα να εκπροσωπούνται κατά το δυνατόν ισορροπημένα πολλοί και διαφορετικοί ενδιαφερόμενοι φορείς. Τέλος ως καλή πρακτική πρέπει να αναδείξουμε την επιμονή τους σε συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων με μη ανανεώσιμη θητεία των μελών τους, ώστε να αποφεύγονται κίνδυνοι που δημιουργεί η προσδοκία ανανέωσης της θητείας σε μια θέση ισχύος.
Η Αυστρία είναι ομοσπονδιακή κοινοβουλευτική δημοκρατία με περίπου 9 εκατομμύρια κατοίκους, οργανωμένη σε εννέα κρατίδια (Länder). Στο πολιτικό σύστημα της χώρας, ο καγκελάριος – εκλεγμένος από το κοινοβούλιο – ασκεί την πραγματική εκτελεστική εξουσία, ενώ ο ομοσπονδιακός πρόεδρος έχει κυρίως τελετουργικό ρόλο. Η νομοθετική λειτουργία υλοποιείται από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο που αποτελείται από: το Εθνικό Συμβούλιο, τα μέλη του οποίου εκλέγονται άμεσα από τους πολίτες, και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, που εκπροσωπεί τα Länder και διαθέτει περιορισμένες αρμοδιότητες και δυνατότητα άσκησης βέτο.
Το δικαστικό σύστημα της Αυστρίας διακρίνεται σε τακτικά και διοικητικά δικαστήρια, καθώς και στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Τα τακτικά δικαστήρια λειτουργούν σε τέσσερα επίπεδα:116 επαρχιακά πρωτοβάθμια, 20 περιφερειακά δευτεροβάθμια, τέσσερα ανώτερα περιφερειακά τριτοβάθμια και το Ανώτατο Δικαστήριο (Oberster Gerichtshof) που εκδικάζει σε γ’ βαθμό. Τα διοικητικά δικαστήρια περιλαμβάνουν έντεκα πρωτοβάθμια – εννέα σε επίπεδο κρατιδίων και δύο ομοσπονδιακά (Ομοσπονδιακό Διοικητικό και Οικονομικό) – καθώς και το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο. Το Συνταγματικό Δικαστήριο, με 14 μέλη, εξετάζει τόσο ζητήματα συνταγματικότητας όσο και καταγγελίες κατά πολιτικών και συγκροτείται από μέλη 8 εκ των οποίων προτείνει η κυβέρνηση και 6 εκλέγουν τα κοινοβούλια. Πέραν των επαγγελματιών δικαστών υπάρχουν και λαϊκοί δικαστές που δύνανται να συμμετέχουν στα επαρχιακά και περιφερειακά τακτικά δικαστήρια καθώς και στα πρωτοβάθμια διοικητικά δικαστήρια.
Στη διαδικασία διορισμών, οι δικαστές των τακτικών και διοικητικών δικαστηρίων διορίζονται από την εκτελεστική εξουσία κατόπιν μη δεσμευτικής πρότασης από ανεξάρτητες επιτροπές προσωπικού που αποτελούνται από δικαστές, με ελάχιστες εξαιρέσεις για τις κορυφαίες θέσεις, όπου οι διορισμοί γίνονται άμεσα από την εκτελεστική εξουσία. Σημαντικό στοιχείο είναι η αξιολόγηση των νεοδιοριζόμενων δικαστών (κατώτερης και μέσης βαθμίδας) κατά την πρόσληψή τους: ο πρόεδρος του κατά τόπο Ανώτερου Περιφερειακού Δικαστηρίου επιλέγει τους κατάλληλους, με αποτέλεσμα την απόρριψη σχεδόν των δύο τρίτων των υποψηφίων, χωρίς δυνατότητα έφεσης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επισημάνει ότι αυτή η διαδικασία προεπιλογής ενδέχεται να επιτρέπει πολιτικές παρεμβάσεις και νεποτισμό. Σε επίπεδο διοικητικών δικαστηρίων, η ασάφεια και η χαλαρότητα του νομικού πλαισίου έχουν προκαλέσει κριτική για αμφισβητούμενη ανεξαρτησία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα δυσλειτουργίας αποτέλεσε η καθυστέρηση 14 μηνών στον διορισμό νέου προέδρου του Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου. Η Ε.Ε. έχει εκδώσει επανειλημμένες συστάσεις που έχουν υιοθετηθεί μόνο στο κρατίδιο της Βιέννης.
Η πειθαρχική διαδικασία προβλέπει πειθαρχικά δικαστήρια που απαρτίζονται από 5 δικαστές ,σε κάθε ανώτερο περιφερειακό επίπεδο και στο Ανώτατο Δικαστήριο, ενώ οι εισαγγελείς υπάγονται ιεραρχικά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στο Γενικό Εισαγγελέα. Το δικαίωμα του υπουργού να εκδίδει οδηγίες σε μεμονωμένες υποθέσεις – 27 περιπτώσεις το 2023, ακόμη και για μη δίωξη – έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση ως απειλή για την ανεξαρτησία της εισαγγελίας. Ο κίνδυνος αυτός επαληθεύτηκε και από έρευνα ανεξάρτητης επιτροπής που πιστοποίησε πολιτικές παρεμβάσεις στην εισαγγελία.
Να προσθέσουμε πως υπάρχουν συγκεκριμένοι περιορισμοί ως προς την εργασία των δικαστών για περίοδο έξι μηνών μετά τη σύνταξη τους.
Φαίνεται λοιπόν πως το δικαστικό σύστημα της Αυστρίας αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις σε σημείο που ίσως προκαλεί έκπληξη η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτό.
Ίσως την αντίφαση αυτή την εξηγεί η αξιοσημείωτη αποτελεσματικότητα του: οι υποθέσεις πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας εκδικάζονται εντός 150 ημερών κατά μέσο όρο, σε αντίθεση με τις ελληνικές που υπερβαίνουν τις 700 ημέρες Είναι χαρακτηριστικό πως το Αυστριακό Σύνταγμα προβλέπει ένα σύστημα δικαστών υποστήριξης και αναπληρωτών δικαστών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αντιμετώπιση του προσωρινού φόρτου εργασίας ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις. Ίσως επίσης κατανοήσουμε καλύτερα αν διευρύνουμε το οπτικό μας πεδίο πέρα από τον χώρο της δικαιοσύνης στο ευρύτερο δημοκρατικό πλαίσιο που παρέχει σημαντικές δυνατότητες συμμετοχής των Αυστριακών πολιτών στις πολιτικές αποφάσεις, όπως π.χ τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία. Από το 2010 έχουν υποβληθεί 32 πρωτοβουλίες, εκ των οποίων το 2022 μία εξ αυτών “Για το κράτος δικαίου και την καταπολέμηση της διαφθοράς” οδήγησε σε κοινοβουλευτική διαβούλευση για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας. Η σύγκριση με την Ελληνική πραγματικότητα είναι θλιβερή. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο συνταγματικό δικαίωμα παραμένει ανενεργό λόγω μη ψήφισης εφαρμοστικού νόμου, αποκλείοντας τους πολίτες από τη νομοθετική διαδικασία.
Συμπερασματικά, η υψηλή εμπιστοσύνη στη Δανία και την Αυστρία βασίζεται στον συνδυασμό θεσμικής ανεξαρτησίας, πολυσυλλεκτικών μηχανισμών διορισμού και αποτελεσματικών διαδικασιών που περιορίζουν την πολιτική παρέμβαση.
