Αναζητώντας απάντηση σε αυτό το ερώτημα ξεκινήσαμε μια έρευνα. Εξετάσαμε τις θεσμικές απειλές που υπονομεύουν την ανεξαρτησία του δικαστή και μελετήσαμε δικαστικά συστήματα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών (με υψηλό ποσοστό εμπιστοσύνης των πολιτών). Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα και προτάσεις
———————————————————————————————————————–
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η εξωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης υπονομεύεται κυρίως λόγω της πίεσης της κυβέρνησης. Παραθέτονται οι βασικότερες στρεβλώσεις και προτείνονται μεταρρυθμίσεις για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών:
1.Διορισμός ανώτατων δικαστών: Ο κεντρικός ρόλο της εκτελεστικής εξουσίας προκαλεί υπόνοιες πολιτικής επιρροής. Προτείνεται η σύσταση ανεξάρτητου, πολυσυλλεκτικού οργάνου διορισμών, με συμμετοχή δικαστών όλων των βαθμίδων, πανεπιστημιακών, κοινοβουλευτικών και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, με μη ανανεώσιμη θητεία και δυνατότητα ελέγχου μέσω δημοκρατικών μηχανισμών.
2.Πειθαρχικός έλεγχος: Το αποκλειστικό δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης να κινεί πειθαρχικές διώξεις κατά ανώτατων δικαστών συνιστά θεσμική ασυμμετρία. Προτείνεται η ανάθεση αυτής της αρμοδιότητας για το σύνολο των δικαστών σε κοινό ανεξάρτητο, συλλογικό όργανο, ώστε να διασφαλίζεται θεσμική ουδετερότητα.
3.Ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων από συνταξιούχους δικαστικούς: Η απουσία περιορισμών στην τοποθέτηση πρώην δικαστών σε θέσεις ευθύνης στο δημόσιο δημιουργεί υπόνοιες διαπλοκής. Προτείνεται τετραετής περίοδος αποχής από μη αιρετές δημόσιες θέσεις μετά τη συνταξιοδότησή τους, για τη διασφάλιση θεσμικής αμεροληψίας.
———————————————————————————————————————–
Το θέμα της εμπιστοσύνης στην Δικαιοσύνη είναι πολυδιάστατο καθώς αφορά πολλές διαφορετικές πτυχές της. Εστιάζουμε, λόγω επικαιρότητας, στις δυσλειτουργίες που απειλούν την ανεξαρτησία της, τον θεμέλιο λίθο ενός αξιόπιστου συστήματος απονομής Δικαιοσύνης..
Η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε) ακολουθεί τα ευρωπαϊκά πρότυπα κατά τον σχεδιασμό του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και αυτό έχει τα θετικά του π.χ προώθηση συγκεκριμένων συστάσεων για την επίτευξη ανεξαρτησίας και αποτελεσματικότητας, αλλά και τα αρνητικά του, όπως τη «στενή» αντίληψη της Ε.Ε περί δημοκρατίας που ευνοεί την αποστασιοποίηση των κέντρων εξουσίας από τον πολίτη. Αυτή η πολιτική αντίληψη χαρακτηρίζει και τη δικαστική εξουσία και αναδεικνύεται κυρίως στη σύγκριση με τις Η.Π.Α όπου η δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών είναι σαφώς μεγαλύτερη και μάλιστα ακόμα και σε διαδικασίες ταμπού για τα δικά μας δεδομένα, όπως ο διορισμός ή ακόμα και η ανάκληση των δικαστών.
Το έλλειμμα ανεξαρτησίας του Έλληνα δικαστή ορίζεται κυρίως ως:
Α) ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, που οφείλεται στην επιρροή που ασκούν εξωτερικά κέντρα εξουσίας.
Β) ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ, που οφείλεται στην πίεση που δημιουργεί στους δικαστές η ιεραρχική οργάνωση.
Στο παρόν θα περιοριστούμε στο έλλειμμα εξωτερικής ανεξαρτησίας. Το πολύπλοκο θέμα της εσωτερικής ανεξαρτησίας και της ιεραρχίας θα το εξετάσουμε στο επόμενο άρθρο.
Σύμφωνα με τον Πίνακα αποτελεσμάτων της Ε.Ε στον τομέα της δικαιοσύνης για το 2024 (διάγραμμα 52)», ο σημαντικότερος λόγος για την εκλαμβανόμενη έλλειψη ανεξαρτησίας είναι η πίεση της κυβέρνησης και των πολιτικών. Η παρέμβαση εντοπίζεται κυρίως στο επίπεδο των ανώτατων δικαστικών και αφορά:
- τον διορισμό των ανώτατων δικαστικών με μέγιστη θητεία τεσσάρων ετών που γίνεται από το Υπουργικό συμβούλιο
- τον πειθαρχικό έλεγχο, καθώς ο Υπουργός Δικαιοσύνης (Υπ. Δικ.) έχει το αποκλειστικό δικαίωμα για άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά των ανωτάτων δικαστών.
- τον διορισμό συνταξιούχων δικαστικών σε ανώτατα δημόσια αξιώματα.
Ας τα εξετάσουμε ένα ένα.
1) Ως προς τον διορισμό των ανώτατων δικαστικών, τον Ιούλιο του 2024 η κυβέρνηση (υιοθετώντας σύσταση της Ε.Ε) ψήφισε νόμο που προβλέπει τη -μη δεσμευτική- γνωμοδότηση της Ολομέλειας του αντίστοιχου δικαστηρίου στη διαδικασία επιλογής Προέδρων και Αντιπροέδρων Ανώτατων Δικαστηρίων. Η εφαρμογή του αναμένεται για πρώτη φορά αυτές τις μέρες, κατά την επιλογή ηγεσίας του Αρείου Πάγου.
Η Σύσταση CM/Rec(2010)12 του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ανεξαρτησία των δικαστών (κεφάλαιο vi παρ.46,47,48) προβλέπει πως το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο πρέπει να είναι ανεξάρτητο από εκτελεστική/νομοθετική εξουσία και τουλάχιστον τα μισά μέλη του να είναι δικαστές, εκλεγμένοι από συναδέλφους τους διασφαλίζοντας την ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση. Αν η εκτελεστική εξουσία διατηρεί τον τελικό λόγο, ένα ανεξάρτητο όργανο που απαρτίζεται σε σημαντικό βαθμό από δικαστικούς θα πρέπει τουλάχιστον να εκφράζει γνώμη που η εκτελεστική εξουσία εφαρμόζει στην πράξη.
Παρά το θετικό χαρακτήρα του μέτρου, η παροχή γνωμοδότησης της ολομέλειας δεν αποτελεί ικανοποιητική δικλείδα ασφαλείας και αυτό οφείλεται τόσο στη μη δεσμευτικότητα της γνωμοδότησης, όσο και στο ότι το αρμόδιο για τους διορισμούς όργανο δεν διασφαλίζει την ευρύτερη δυνατή εκπροσώπηση.
Εφόσον, λοιπόν, η γνωμοδότηση δεν είναι δεσμευτική, η κυβέρνηση θα μπορεί να συνεχίσει να διορίζει τους δικούς της. Σε τέτοιες περιπτώσεις (και παρά τις συστάσεις της Ε.Ε) οι κυβερνήσεις υπεραμύνονται της εξουσίας τους, ισχυριζόμενες ότι ως δημοκρατικά νομιμοποιημένα όργανα (εν αντιθέσει π.χ με τα δικαστικά συμβούλια) ορθώς έχουν τον κυρίαρχο αποφασιστικό λόγο. Το επιχείρημα αυτό, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελληνικής κυβέρνησης, εύκολα ανασκευάζεται, τόσο εκ της κοινής πείρας (συχνά έχει κατακριθεί η κυβέρνηση για βουτιές στην επετηρίδα και ορισμό φίλια προσκείμενων δικαστών), όσο και εκ της γενικής θεωρητικής θέσης σύμφωνα με την οποία ο βαθμός δημοκρατικής νομιμοποίησης που απολαμβάνει μια κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να είναι ανάλογος των εγγυήσεων που διασφαλίζουν την ουσιαστική αντιπροσώπευση των πολιτών. Αυτό σημαίνει πως όταν η μόνη δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης αντλείται μια φορά στα τέσσερα χρόνια επί τη βάσει γενικών και μη δεσμευτικών προεκλογικών προγραμμάτων, δεν μπορεί παρά να είναι αδύναμη και χαλαρή.
Ακόμα όμως και στην ιδανική εκδοχή του μέτρου, αν δηλαδή η κυβέρνηση εφαρμόζει τη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου ορίζοντας Προέδρους και Αντιπροέδρους τους εκλεκτούς των συναδέλφων τους, η μονομέρεια του οργάνου της Ολομέλειας που απαρτίζεται μόνο από Ανώτατους δικαστικούς και το γεγονός ότι δεν εκπροσωπούνται οι άλλες δικαστικές βαθμίδες, ούτε άλλοι φορείς της κοινωνίας (π.χ Δικηγορικός Σύλλογος, η κοινωνία των πολιτών) ενέχει κινδύνους για εσωτερικές συναλλαγές μεταξύ κυβέρνησης και ανώτατων δικαστικών, δημιουργώντας αμφιβολίες (π.χ. όταν η μία πλευρά νομοθετεί αυξήσεις ενώ η άλλη επικυρώνει αμφιλεγόμενες αποφάσεις). Σε κάθε περίπτωση το όποιο θεσμικό κέρδος μιας τέτοιας αλλαγής περιορίζεται μόνο στην μετάβαση από ένα δυνητικά ασύδοτο μονοπολικό σε ένα δυνητικά διαπλεκόμενο διπολικό κέντρο εξουσίας.
Τέλος η πρόταση να καταστεί δεσμευτική η γνωμοδότηση της Ολομέλειας μεταθέτει απλώς την αρμοδιότητα από την εκτελεστική στη δικαστική εξουσία, οι εκπρόσωποι της οποίας μάλιστα ως μη αιρετοί δεν δεσμεύονται ούτε καν από τους χαλαρούς δεσμούς αντιπροσώπευσης που δεσμεύεται η κυβέρνηση. Αυτό σε συνδυασμό με την έλλειψη θεσμών ουσιαστικής και άμεσης λογοδοσίας σταδιακά θα ωθούσε τη δικαστική εξουσία προς την αυτονόμησή της και θα άνοιγε την κερκόπορτα προς την ασυδοσία, αφήνοντας ως μόνη εγγύηση την δικαστική συνείδηση. Όμως, ούτε η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης μπορεί να επιδιώκεται με στεγανοποίηση του δικαστικού συστήματος από την υπόλοιπη κοινωνία, ούτε οι εγγυήσεις της ανεξαρτησίας μπορούν να αφήνονται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστών.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Προτείνουμε τη σύσταση οργάνου δικαστικών διορισμών με τα εξής χαρακτηριστικά:
- Να είναι πολυσυλλεκτικό ώστε να αντιπροσωπεύονται οι κοινωνικοί συσχετισμοί, να θωρακίζεται η διαδικασία από την αυθαιρεσία του ενός και να αποθαρρύνονται τυχόν εσωτερικές συνδιαλλαγές
- Να μην επιτρέπει κυριαρχικό αποφασιστικό ρόλο σε καμία εκ των συνιστωσών του ώστε να προωθείται η συναίνεση. Αυτό σημαίνει ότι κανένας φορέας δεν θα μπορεί να εκπροσωπείται με αριθμό μελών μεγαλύτερο από το ήμισυ του συνόλου.
- Τα μέλη του να είναι αιρετά ή κληρωτά – όχι διορισμένα από ιεραρχικά προϊστάμενους
- Να έχει σταθερή, μη ανανεώσιμη θητεία ώστε τα μέλη να μην υπόκεινται στους πειρασμούς που προκύπτουν από την αναμονή επανεκλογής .
- Να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο. Αυτό μπορεί να υλοποιηθεί με διάφορους τρόπους. Ενδεικτικά αναφέρω τη ριζοσπαστική πρακτική (ισχύει στις Η.Π.Α) των δημοψηφισμάτων ανάκλησης διορισμένου ανώτατου δικαστή, και την πιο ήπια εκδοχή του δικαιώματος της μειοψηφίας για άσκηση βέτο (επί απόφασης διορισμού) και επανεξέταση από Β΄βάθμιο όργανο τα μέλη του οποίου στην πλειοψηφία είναι πολίτες.
Με βάση τα παραπάνω προτείνουμε ένα πολυσυλλεκτικό Συμβούλιο Δικαστικών διορισμών, με 4ετή μη ανανεώσιμη θητεία και ισορροπημένη σύνθεση. Σε συμμόρφωση με τα πρότυπα της Ε.Ε έως και το 50% των μελών του θα είναι δικαστές και από τις τρεις ιεραρχικές βαθμίδες, ενώ τα υπόλοιπα μέλη θα είναι εκπρόσωποι του νομικού κόσμου (Νομικές σχολές, Δικηγορικός Σύλλογος),του Κοινοβουλίου (ισάριθμα μέλη για κυβέρνηση και αντιπολίτευση) και της κοινωνίας των πολιτών.
2)Ως προς το αποκλειστικό δικαίωμα του Υπ. Δικ. για άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε ανώτατους δικαστές, αν και ίσως δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα, δεν παύει να αποτελεί ένα δυνητικό μέσο πίεσης του δικαστή.
Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρονται στην έκθεση της επιτροπής της GRECO (Group of States against Corruption) κατά τον 4ο γύρο αξιολόγησης ως προς την “Πρόληψη διαφθοράς βουλευτών, δικαστών και εισαγγελέων” (2015):
«Πιο σημαντικό (ζήτημα ανεξαρτησίας) είναι το ότι η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του Υπουργού Δικαιοσύνης. Παράλληλα, οι ανώτατες θέσεις εμπεριέχουν σημαντικές υποχρεώσεις εντός του δικαστικού σώματος, όπως τα ειδικά δικαστήρια των άρθρων 86 και 100 του Συντάγματος, και όσον αφορά τον έλεγχο άλλων δικαστών και μελών της εκτελεστικής εξουσίας .Ένας εκ των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τον οποίο συναντηθήκαμε στη διάρκεια της επίσκεψης, ήταν και Επικεφαλής της Επιθεώρησης Διοικητικών Δικαστηρίων, Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας και μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου διοικητικών δικαστηρίων. Φορείς της κοινωνίας των πολιτών και τα ΜΜΕ ανέφεραν περιπτώσεις αμφισβητήσεων που πυροδοτήθηκαν από τον τρόπο με τον οποίο ορισμένες φορές ασκείται δημόσια κριτική σε δικαστικούς από ανώτατα πολιτικά πρόσωπα όταν ασχολούνται με ποινικές υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται τα εν λόγω πρόσωπα. Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχουν αθέμιτες πιέσεις στην πράξη, που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε πολλά επίπεδα.»
Παρά τις επανειλημμένες συστάσεις της GRECO (μέχρι και το 2024) η χώρα μας αρνείται επίμονα να συμμορφωθεί θεωρώντας πως ”οι ισχύουσες διατάξεις για την έναρξη πειθαρχικών διαδικασιών αντικατοπτρίζουν την σωστή ισορροπία μεταξύ της ανεξαρτησίας των δικαστών και της εξάρτησης από την ιεραρχία”.
Τα Ευρωπαϊκά Πρότυπα Δικαστικής Ανεξαρτησίας (ELI) (standard 37) προβλέπουν ότι τα πειθαρχικά όργανα πρέπει να είναι συλλογικά, ανεξάρτητα, με τουλάχιστον τα μισά μέλη δικαστές. Ωστόσο, το ζήτημα δεν αφορά μόνο τα όργανα που εκδικάζουν πειθαρχικές διώξεις (πειθαρχικά συμβούλια) αλλά και εκείνα που αξιολογούν τα φερόμενα ως πειθαρχικά παραπτώματα και αποφασίζουν αν θα εκκινήσουν ή θα θέσουν στο αρχείο μια πειθαρχική διαδικασία. Τα πρότυπα παραβιάζονται καθώς αυτή η εξουσία, αφενός δεν ασκείται συλλογικά αλλά μονοπρόσωπα (από Υπ. Δικ. ή ανώτατους δικαστές), αφετέρου ειδικά για τους ανώτατους δικαστές, ασκείται αποκλειστικά από τον Υπ. Δικ.
Είναι προφανές λοιπόν πως η διάταξη αυτή συνιστά μια θεσμική ασυμμετρία καθώς από την μια εγκαθιστά ένα είδος ασυλίας των ανώτατων δικαστών από όσους δέχονται τις αποφάσεις τους, από την άλλη τους θέτει υπό τον έλεγχο του Υπ. Δικ.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Να καταργηθεί το αποκλειστικό δικαίωμα του Υπ. Δικ. περί άσκησης πειθαρχικής δίωξης σε ανώτατους δικαστές. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης για όλους τους δικαστές να γίνεται με τον ίδιο τρόπο, από συλλογικά όργανα (όπου τουλάχιστον τα μισά μέλη θα είναι δικαστές), τηρουμένου ενός κοινού πλαισίου εγγυήσεων για αποφυγή αθέμιτων πιέσεων από κακόβουλες καταγγελίες.
3)Ως προς την ανάθεση δημόσιων αξιωμάτων σε συνταξιούχους δικαστικούς, στην χώρα μας, σε αντίθεση με πολλές χώρες της ΕΕ, δεν υπάρχουν περιορισμοί για πρώην δικαστές μετά την αποχώρηση τους από την υπηρεσία.
Το ζήτημα αυτό, μολονότι σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες μαύρες τρύπες στο θεσμικό πλαίσιο δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα διαπλοκής με την εκτελεστική εξουσία, φαίνεται να έχει μάλλον υποτιμηθεί από τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Ε. Η μόνη αναφορά που βρήκαμε είναι στην έκθεση της επιτροπής GRECO όπου επισημαίνονται “ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών για την απασχόληση πρώην δικαστών σε κρατικές θέσεις και στην υπηρεσία πολιτικών προσώπων”.
Πέραν από τις έντονες και εύλογες ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών το θέμα έχει αναδειχθεί και από την Ένωση Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων αλλά και από πολιτικά κόμματα. Ενδεικτικά στις 25 Φεβρουαρίου του 2025 (τρεις μέρες πριν τις μεγαλειώδεις διαδηλώσεις για τα Τέμπη) το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε σχετική τροπολογία στο Κοινοβούλιο, για απαγόρευση διορισμού δικαστικών για 4 χρόνια μετά την αφυπηρέτησή τους, στην Κυβέρνηση στις Ανεξάρτητες αρχές και σε άλλες δημόσιες θέσεις ευθύνης. Στο αιτιολογικό της τροπολογίας αναφέρει : «τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί έντονα το φαινόμενο, δικαστικοί λειτουργοί μετά την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή τους από το δικαστικό σώμα να διορίζονται σε δημόσιες θέσεις ευθύνης ή ανεξάρτητες αρχές. Υποδηλώνεται με αυτό τον τρόπο σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργώντας ηθικά αλλά και ουσιαστικά ζητήματα, μια σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις εκάστοτε κυβερνήσεις και τη δικαστική εξουσία που οφείλει να παραμένει ανεξάρτητη υπηρετώντας τα συμφέροντα των πολιτών»
ΠΡΟΤΑΣΗ: Να εισαχθεί μια περίοδος 4 ετών μετά την αποχώρηση του δικαστή από την υπηρεσία, κατά την οποία θα απαγορεύεται η ανάληψη του αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας, η συμμετοχή στα ψηφοδέλτια επικρατείας πολιτικών κομμάτων και ο διορισμός σε μη αιρετές θέσεις στη δημόσια διοίκηση ή ανεξάρτητες αρχές. Η 4ετής διάρκεια είναι σκόπιμη καθώς αντιστοιχεί στον εκλογικό κύκλο, ώστε να αποκλείουν την συναλλαγή μεταξύ κυβέρνησης και των δικαστών που πρόκειται να συνταξιοδοτηθούν στο εγγύς μέλλον. Δεν απαιτείται περιορισμός στην ανάληψη αιρετού αξιώματος, καθώς η παρέμβαση του εκλογικού σώματος αποτελεί την υπέρτατη μορφή νομιμότητας σε ένα δημοκρατικό κράτος.
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε στις εξής ιστοσελίδες:
- ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ Ε.Ε 2024
https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/HTML/?uri=CELEX:52024DC0950
- Σύσταση CM/Rec(2010)12 του Συμβουλίου της Ευρώπης
- ΕΚΘΕΣΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ GRECO 2015
https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?documentId=09000016806c648d
- ELI ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ
- THE LINGERING SHADOW OF THE JUDGE: CONTEMPLATING ON THE JUDICIAL ETHICS REGARDING THE FORMER JUDGE
https://portal.ejtn.eu/PageFiles/20509/TEAM%20GREECE%20-%20SEMI-FINAL%204%20-%20THEMIS%202022.pdf
